Monday, November 28, 2016

Ο Θεός μας αγαπάει πολύ... ( Ἅγιος Πορφύριος )

Ο Θεός μας αγαπάει πολύ, μας έχει στο νου Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει.

 Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μή φοβούμαστε τίποτε.

Ἅγιος Πορφύριος

Saturday, November 26, 2016

Ἡ πιό εὔκολη ἁμαρτία ( Άββα Δωροθέου )

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν. Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει. ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον.
Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.
Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.
Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή.
Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου.
Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει.
Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.
Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού;
Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.
Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει.
Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.
Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: « Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.
Από ποιον άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον.Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων.
Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν.Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται.
Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του. 


Απόσπασμα από το βιβλίο “Έργα Ασκητικά”
του Άββα Δωροθέου

Monday, November 21, 2016

Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο ( Ἅγιος Παΐσιος )

Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο

Ο διάβολος αλωνίζει, γιατί οι σημερινοί άνθρωποι του έχουν δώσει πολλά δικαιώματα και δέχονται δαιμονικές επιδράσεις φοβερές.

Έλεγε ένας πολύ σωστά: “Ο διάβολος παλιά ασχολείτο με τους ανθρώπους, τώρα δεν ασχολείται!

Τους έβαλε στον δρόμο και τους λέει: “Ώρα καλή!” και τραβάνε οι άνθρωποι!”

Είναι φοβερό! Βλέπετε, τα δαιμόνια στην χώρα των Γαδαρηνών (1), για να πάνε στα γουρούνια, ζήτησαν άδεια από τον Χριστό, γιατί τα γουρούνια δεν είχαν δώσει δικαίωμα στον διάβολο και αυτός δεν είχε δικαίωμα να μπη σ' αυτά.

Ο Χριστός επέτρεψε να μπη, για να τιμωρηθούν οι Ισραηλίτες, επειδή απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας.

- Γέροντα, είναι μερικοί που λένε ότι δεν υπάρχει διάβολος.

- Ναι, κι εμένα μου είπε κάποιος:

“Να βγάλης από την γαλλική μετάφραση του βιβλίου “Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης” αυτά που αναφέρονται στους δαιμονισμένους, γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα τα καταλάβουν.

Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος”!

Τα εξηγούν, βλέπεις, όλα με την ψυχολογία.

Αν πήγαιναν εκείνους τους δαιμονισμένους του Ευαγγελίου στους ψυχιάτρους, θα τους τάραζαν στα ηλεκτροσόκ!

Ο Χριστός έχει αφαιρέσει από τον διάβολο το δικαίωμα να κάνη κακό.

Μόνον αν του δώση ο άνθρωπος δικαιώματα, μπορεί να κάνη κακό.

Όταν δεν συμμετέχη κανείς στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δίνει δικαιώματα στον πειρασμό και δέχεται μια επίδραση δαιμονική.

- Γέροντα, πώς αλλιώς δίνει κανείς δικαιώματα;

Η λογική (2), η αντιλογία, το πείσμα, το θέλημα, η ανυπακοή, η αναίδεια είναι ιδιότητες του διαβόλου.

Ανάλογα με τον βαθμό που τα έχει ο άνθρωπος, δέχεται μια εξωτερική επίδραση.

Όταν όμως η ψυχή εξαγνισθή, κατοικεί στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα και χαριτώνεται ο άνθρωπος.

Ενώ, όταν μολυνθή με θανάσιμα αμαρτήματα, κατοικεί το ακάθαρτο πνεύμα.

Όταν πάλι δεν είναι θανάσιμα μολυσμένη, τότε βρίσκεται υπό την επίδραση του πονηρού πνεύματος.

Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν θέλουν οι άνθρωποι να κόψουν τα πάθη τους, το θέλημά τους, δεν δέχονται συμβουλές.

Από εκεί και πέρα, μιλούν με αναίδεια και διώχνουν την Χάρη του Θεού.

Όπου να σταθή μετά ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνη προκοπή, γιατί δέχεται επιδράσεις δαιμονικές.

Είναι εκτός εαυτού πια, γιατί τον κάνει κουμάντο απ' έξω ο διάβολος.

Δεν είναι μέσα -Θεός φυλάξοι!- αλλά και απ' έξω ακόμη μπορεί και τον κάνει κουμάντο.

Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο.

Γιατί μερικά πράγματα ο διάβολος δεν τα κάνει, αλλά βάζει ανθρώπους να τα κάνουν.

Δεν κάνει λ.χ. Εγκλήματα, αλλά βάζει τον άνθρωπο να κάνη εγκλήματα.

Έτσι δαιμονίζονται μετά οι άνθρωποι.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ A’

Sunday, November 13, 2016

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΥ




ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΥ -  - ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΠΑΡΜΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Monday, November 7, 2016

Πώς να κάνετε νοερά προσευχή αδιαλείπτως ( Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής )

Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.
Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού.
Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις. Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά…
Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.
Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής…
τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» …
Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία.

Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.
Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει…
Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.
Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.
Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.
Κατόπιν θα την έχεις σ” όλα τα χρόνια της ζωής σου.
Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις.


Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Saturday, November 5, 2016

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ.

                      « Είμαι ή Παρασκευή!»

Ό Πάππους αισθανόταν την αγάπη των Αγίων να τον διαπέρνα σαν ζεστό ρεύμα, όπως είχε ομολογήσει ό ίδιος. Και οι λόγοι του διαβεβαιώνουν ότι ή τάσις αυτού του ρεύματος ήταν υψηλή: «Έχουμε συγχορευτάς και συνεορτάζοντας και συνεορταζομένους τους Αγίους και όλον τον ουράνιο κόσμο. Οι Άγιοι με την αγάπη τους μας παίρνουν τα μυαλά, εδώ που τα λέμε... Ανά πασά στιγμήν επικοινωνούν μαζί μας, γιατί ευρίσκονται μέσα στον φώς του Θεού και δεν εμποδίζονται απότομοι την ύλη. Λοιπόν, μας παρακολουθούν εμάς συνεχώς απότομοι κοντά και, όταν τους παρακαλούμε, αμέσως μας επισκέπτονται και μας σώζουν απότομοι πολλούς πειρασμούς και μας ευφραίνουν τον νου...

»Οι Άγιοι, είδατε, πηδούν και έρχονται προς ημάς και θέλουν να πηδήσωμε και εμείς προς αυτούς, για να είμαστε φίλοι. Να τους άνταποδίδωμε την επίσκεψι, γιατί τον ποθούν αφάνταστα. Τί και αν μας χωρίζει ό ορατός κόσμος απότομοι τον αόρατο; 'Εμείς να ενστερνιστούμε την αγάπη του Χριστού και να κάνωμε τον πήδημα!...»

Την άνοιξη του 1988 (17 Μαρτίου), ό Γέροντας μαζί με τις αδελφές Θ, Θ. και Θ ξεκίνησαν με τον αυτοκίνητο, για να επισκευάσουν τον τότε χωματόδρομο, που είχε γίνει άβατος απότομοι τις βροχές. Με την ευκαιρία αυτή θα έκοβαν και χορτάρι για τις αγελάδες της Μονής. Λίγο πριν φθάσουν στον προσκυνητάρι της αγίας Παρασκευής, στον χωράφι του Σταμπόλα, τον όποιο ήταν κατάσπαρτο απότομοι αγριολούλουδα, είδαν μία γυναίκα, μαντηλοφορεμένη και ντυμένη με σκούρα ρούχα, να βαδίζει αργά-αργά και σκυφτή. Έφαινόταν σαν να αναζητούσε κάτι. Ξαφνικά, σήκωσε τον κεφάλι της και προσήλωσε επίμονα τον έντονο βλέμμα της επάνω στον Γέροντα, σαν να ήθελε να του μιλήσει. Σ' όλους έκανε μεγάλη εντύπωση το ολοφώτεινο και κατάλευκο πρόσωπο της, καθώς και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της. Απορούσαν, λοιπόν, ποιά να ήταν ή άγνωστη αυτή γυναίκα. Την προσπέρασαν, όμως, χωρίς να της ομιλήσουν.

Μετά από μία ώρα περίπου, καθώς επέστρεφαν, ξανασυνάντησαν την παράδοξη αυτή ύπαρξη να βηματίζει με απαράλλακτο τρόπο, στο ίδιο σημείο. Απόρησαν οι αδελφές και ερώτησαν:

-Παππού, τί παράξενο πράγμα! Τί κάνει αύτη ή γυναίκα τόση ώρα μόνη της εδώ; Δεν φαίνεται να μαζεύει χόρτα.

-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι, απήντησε με απλότητα ό Πάππους.

Την ιδία στιγμή γύρισε ή γυναίκα και κοίταξε πάλι κατάματα τον Γέροντα, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση, όμως, αυτή την φορά.

-Παππού, σταθείτε να ρωτήσαμε ποιά είναι, επέμεναν οι αδελφές.

Άλλ' εκείνος, χωρίς να σταματήσει να οδηγεί, επανέλαβε τους λόγους:

-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι- ξαφνικά!

Τότε οι αδελφές άρχισαν να σκέπτονται μήπως ή εμφάνεια ήταν υπερφυσική και λυπήθηκαν πού δεν σταμάτησαν, για να διερευνήσουν την ασυνήθη αυτήν παρουσία.

Μετά από μερικές ήμερες, στο τέλος τής Θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, ή αδελφή Θ. βλέπει την παράξενη εκείνη γυναίκα, με την ίδια ενδυμασία, ανάμεσα στο εκκλησίασμα να πηγαίνει να πάρει αντίδωρο από τον Παππού. Κατάπληκτη σκέφθηκε με χαρά: «Τώρα δεν μου γλυτώνεις. Θα σε ερωτήσω ποιά είσαι». Και έσπευσε να την προλάβει. Μόλις, όμως, την πλησίασε, την έχασε από τα μάτια της. Την αναζήτησε μέσα και έξω από τον Ναό, αλλά είχε γίνει άφαντη! Ήταν βέβαιο, πλέον, ότι ή παρουσία της ήταν υπερφυής.

Άλλωστε και ό Παππούς ομολόγησε ότι ή θέα και το βλέμμα της είχαν αφήσει στην ψυχή του μία Θεία αγαλλίαση και την πληροφορία ότι ήταν ή αγίας Παρασκευή. Παρ' όλα αυτά, επί αρκετό καιρό, απέφευγε να αποδεχθή το γεγονός ως έμφάνεια τής Αγίας, φοβούμενος την πλάνη. Γι' αυτό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι πρόκειτο για μία συνήθη γυναίκα, ή οποία πιθανώς να μάζευε χόρτα. Άλλωστε ό Παππούς δεν δεχόταν αβασάνιστα όλα τα υπερφυσικά γεγονότα ως Θεια. Για πολύ καιρό, λοιπόν, απωθούσε την πνευματική γλυκύτητα πού ένιωθε στην ανάμνηση εκείνης τής συναντήσεως, περιφρουρώντας έτσι τον εαυτό του. Ενστερνιστούμε τούτοις, ή ψυχή του δεν αναπαυόταν με αυτή την αρνητική στάση του και τελικά -όπως έλεγε ό ίδιος- έχασε την ειρήνη στην προσευχή. Τότε κατάλαβε ότι ήταν λάθος του να μη δέχεται την ευλογία του Θεού.

Αργότερα διαβεβαίωνε: «Όσο σκέπτομαι την ματιά τής Αγίας Παρασκευής τόσο αισθάνομαι ένα ποταμό Χάριτος μέσα μου. Βλέπω ότι μου ανάβει περισσότερο πυρ Θείας αγάπης. Ανά άφηνα τον νου μου να δουλέψει αυτό το θέμα τής εμφανίσεως τής Αγίας, θα είχα πολλά ανοίγματα! Αλλά κρατάω και ένα- και λέω: Και ποιός είμαι εγώ; Γιατί πάντα υπάρχει ό κίνδυνος τής πλάνης».



Αργότερα ένα πνευματικό του παιδί από τα Μέγαρα, του απεκάλυψε: «Είδα σε όνειρο μία μοναχή, ή οποία μου είπε: Να πής στόν Δαμασκηνό: Τρεις φορές παρουσιάσθηκα. Τί άλλο θέλει;

-Και ποιά είσαι εσύ; την ερώτησα.

-Είμαι αυτή, που ή μητέρα σου με τιμά και με νηστεύει από μικρό παιδί. Είμαι ή Παρασκευή!».

ΒΙΒΛΙΟΓ. Ο ΠΑΤΗΡ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗΣ. ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΚΡΥΝΟΥ . ΜΕΓΑΡΑ 2006


πηγη

Tuesday, November 1, 2016

Πότε αγαπούμε πραγματικά τον συνάνθρωπο; ( Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς )



Τὸ χειρότερο πρᾶγμα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ θάνατος: τὸ νὰ γίνω λάσπη, νὰ μεταβληθῶ σὲ σκουλήκια, σὲ πηλό! Ἀξίζει τάχα νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος; Γιατὶ νὰ σὲ ἀγαπήσω, Θεέ μου, ἀφοῦ αὔριο θὰ μεταβληθῶ σὲ σκουλήκια καὶ πηλό;
Νά, ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοὺς Χριστὸς σὲ σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνιο ζωὴ γιὰ τὴν ψυχή σου καὶ τὸ σῶμα, ὅταν ἐκεῖνο θὰ ἀναστηθεῖ λαμπερό καὶ θά ἐνωθεῖ μὲ τὴν ψυχή.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος Ἰησοὺς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖται ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος, ὁ μόνος ἀπὸ κατασκευῆς κόσμου μέχρι τῆς Φοβερᾶς Κρίσεως.
Μονάχα ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὸν θάνατο εἶναι ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἁπλὲς φλυαρίες.
Καὶ οἱ κουλτούρες, οἱ πολιτισμοί, οἱ ἐπιστῆμες καὶ οἱ τέχνες; - Τὶ ἀστεῖα πράγματα! Μὰ τὶ νὰ τὴν κάνω τὴν τεχνολογία καὶ τὴν ἐπιστήμη ὅταν μὲ μεταβάλουν σὲ σκουλήκια καὶ λάσπη;

Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, αὐτὸς ποὺ μὲ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐφευρέτης τῆς ἁμαρτίας καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν καὶ τοῦ κακοῦ.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο: ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν θάνατο. Λέει ἡ δεύτερη μεγάλη ἐντολή: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματ. 22, 39).
Πότε ἁγαποῦμε λοιπόν πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο; Ὅταν τὸν λυτρώνουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του, ἀπὸ τὴν κόλαση... αὐτὴ εἶναι ἡ γνήσια ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπατᾶ ἑαυτόν ὁποῖος νομίζει πῶς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐνῶ ἐγκρίνει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἀναπαύει τὰ πάθη του. Τότε ἀγαπᾶ τὸν θάνατό του καὶ ὄχι τὸν ἴδιο.
Μονάχα ὅταν ἀγαπᾶ κανεὶς τὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ Χριστοῦ -μέ ὅλη τὴν ψυχή καὶ τὴν δύναμή του- τότε τὸν ἀγαπᾶ ἀληθινά.
Θὰ ρωτήσει κάποιος: καὶ ἡ ἀγάπη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα; Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ συζύγου πρὸς τὴν σύζυγο; Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν πατρίδα; Δὲν εἶναι καὶ αὐτά ἀγάπη; Τὰ ἀνομάζουμε βέβαια ὅλα αὐτά ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἄραγε ἔτσι;
Ὅλα αὐτά δὲν ἔχουν ἴχνος ἀγάπης ἐάν δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἡ δύναμη ἐκείνη μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀγαπᾶμε. Ἄν ὁ πατέρας δὲν ἀγαπᾶ τὰ τέκνα του μὲ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄν δὲν τὰ παιδαγωγεῖ στὸ ἀγαθό, ἄν δὲν τὰ ὁδηγεῖ στὸν ἴσιο δρόμο, ἄν δὲν τὰ διδάσκει νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρὰ μονάχα τὰ χαϊδεύει καὶ τὰ κολακεύει, τότε τὰ μισεῖ καὶ τὰ φονεύει.
Ἄν πάλι, ὁ σύζυγος ἀγαπᾶ τὴν σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ὁ φονιάς της. Ἔτσι συμβαίνει μὲ κάθε γήινη, σαρκικὴ ἀγάπη.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Πηγή
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...