Tuesday, February 11, 2014

O Son of God, Risen From the Dead..... ( Video )

Η υπομονή στους πόνους ( Γεροντας Παϊσιος )



Όταν μας βρίσκη μια αρρώστια, καλά είναι να αφηνώμαστε στον Χριστό εν λευκώ. Να σκεφτώμαστε ότι η ψυχή μας έχει μεγαλύτερη ανάγκη από υπομονή και δοξολογία στους πόνους παρά από ατσαλένιο σώμα με το οποίο μπορούμε να κάνουμε μεγάλους σωματικούς αγώνες, οι οποίοι όμως ίσως μας κάνουν να καυχηθούμε, χωρίς να το καταλάβουμε, γιατί θα νομίσουμε ότι με το σπαθί μας θα κερδίσουμε τον Παράδεισο.
Ξέρετε πόσα χρόνια έχω άλλοτε υποφερτό πόνο και άλλοτε ανυπόφορο; Ο υποφερτός είναι μια μόνιμη κατάσταση. Πόσα τράβηξα πρώτα από την βρογχεκτασία και έπειτα με την εγχείρηση που έκανα! Έπειτα άρχισαν ιστορίες με τα έντερα. Ύστερα, μισή χρονιά την πέρασα με την δισκοπάθεια· πονούσα πολύ. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε τις μετάνοιες που έκανα, αλλά δυσκολευόμουν και να εξυπηρετηθώ, ενώ χρειαζόταν να υπηρετήσω και τον κόσμο που ερχόταν. Στην συνέχεια μου παρουσιάστηκε κάτι σκληρό στην κοιλιά· μου είπαν ότι ήταν κήλη. Όταν κουραζόμουν, πονούσε και πρηζόταν πολύ. Μια μέρα, παραμονή του Αγίου Παντελεήμονος, ήταν πρησμένο και πονούσα. Έπρεπε όμως να πάω στην Σκήτη, στην ολονυκτία. Είπα: «θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνη», γιατί έπρεπε να πάω. Στην διάρκεια της αγρυπνίας σκέφθηκα να καθήσω λίγο, αλλά είπα «αν κατεβάσω εγώ το στασίδι, για να καθήσω, θα το κατεβάσουν όλοι», οπότε προτίμησα να μην καθήσω καθόλου. Μετά από δώδεκα ώρες που κράτησε η αγρυπνία υπέθεσα ότι θα χειροτερέψη πολύ. Όταν επέστρεψα στο Κελλί μου, δεν πρόλαβα καλά-καλά να μπω μέσα, χτύπησε το καμπανάκι. «Ε, Πάτερ, άνοιξε!», ακούω κάποιον να φωνάζη. Έβαλα τα γέλια. «Εντάξει, είπα, τώρα θα πάμε συνέχεια». Και πράγματι σε λίγο ήρθαν και άλλοι και άλλοι. Το βράδυ που τελείωσα με τον κόσμο, είδα ότι είχε εξαφανισθή τελείως! Την άλλη ημέρα, ενώ είχα ξεκουραστή, πάλι παρουσιάστηκε! Έπειτα με εμπόδιζε και με πονούσε, αλλά και το καμάρωνα κιόλας. Αφού ο Χριστός το ήξερε, ήξερε και ότι με βοηθάει, γι’ αυτό το άφηνε. Πέντε χρόνια κράτησε αυτό. Ξέρεις τι δυσκολία;
- Και τότε, Γέροντα, που είχατε πρόβλημα με τα πόδια σας;
- Εκείνο ήταν άλλο. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Όταν ερχόταν κόσμος, ζοριζόμουν. Πέρασε εκείνο, μετά άρχισε η αιμορραγία. «Ελκώδη κολίτιδα», μου είπαν. Άλλη ιστορία... Πάνε επτά χρόνια με αιμορραγίες, με πόνους... Αλλά μη στεναχωριέσθε· μόνο να εύχεσθε για την υγεία της ψυχής μου. Εγώ χαίρομαι που με τίμησε ο Θεός και μου έδωσε αυτό το δώρο και δεν θέλω να μου το στερήση. Δόξα τω Θεώ· ο Θεός το επιτρέπει, για να βοηθηθώ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι δίνουμε εξετάσεις στην υπομονή. Τώρα αυτό, ύστερα το άλλο... «Υπομονής χρείαν έχομεν»[20]. Γιατί, αν εμείς που έχουμε λίγο φόβο Θεού, δεν κάνουμε υπομονή, τι θα κάνουν οι κοσμικοί; Αν και βλέπω ότι πολλοί λαϊκοί μας ξεπερνούν στην αρετή. Μου έλεγαν οι γονείς μου ότι οι Φαρασιώτες, όταν αρρώσταιναν, δεν έτρεχαν αμέσως στον Χατζεφεντή[21] να τους θεραπεύση. Υπέμεναν πρώτα τους πόνους, όσο μπορούσαν, ανάλογα με το φιλότιμο και την υπομονή τους, διότι θεωρούσαν ευλογία να υποφέρουν. «Ας βασανίσω κι εγώ, έλεγαν, λίγο την ψυχή μου για τον Χριστό, αφού ο Χριστός βασανίστηκε πολύ, για να με σώση». Και, όταν πια έβλεπαν ότι πήγαιναν πίσω οι δουλειές τους και ταλαιπωρούνταν η οικογένειά τους, τότε πήγαιναν στον Χατζεφεντή να τους θεραπεύση. Βλέπεις τι φιλότιμο είχαν! Όταν εκείνοι, που ήταν λαϊκοί, σκέφτονταν έτσι και έκαναν υπομονή, εγώ σαν καλόγερος πως πρέπει να σκέφτωμαι; Ο Χριστός είπε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών»[22]. Βλέπετε, ο Θεός δεν ευχαριστήθηκε τόσο από τις ελεημοσύνες του Ιώβ, όταν είχε όλα τα αγαθά, όσο από την υπομονή του τον καιρό της δοκιμασίας[23].
- Γέροντα, όταν λέτε ότι ένας άνθρωπος κάνει υπομονή στους πόνους, εννοείτε ότι δεν δείχνει καθόλου ότι πονάει;
- Στην εσχάτη ανάγκη μπορεί να αφήση να γίνη στους άλλους λίγο αντιληπτό. Μπορεί να πη ότι πονάει, αλλά όχι σε τι βαθμό. Γιατί, αν δεν το κάνη καθόλου γνωστό στους άλλους, οι άλλοι μπορεί να σκανδαλίζωνται από κάποια συμπεριφορά του. Αν λ.χ. ένας μοναχός υποφέρη από κάτι και δεν μπορή να πάη στην Ακολουθία, ίσως να βλαφτή κάποιος που δεν έχει καλούς λογισμούς.




Αντιμετώπιση του πόνου


- Γέροντα, ποιον πόνο λέτε ανυπόφορο;
- Τον πόνο που κάνει να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια! Αυτά τα δάκρυα δεν είναι ούτε μετανοίας ούτε αγαλλιάσεως· που υπάγονται; Τι λέτε;
- Μαρτύριο δεν είναι, Γέροντα;
- Εμ, μαρτύριο είναι!
- Γέροντα, όταν έχω δυνατό πόνο, δυσκολεύομαι να πω «δόξα Σοι ο Θεός».
- Γιατί δυσκολεύεσαι; Να σκέφτεσαι τι τράβηξε ο Χριστός. Ξύλο, ονειδισμούς, φραγγέλωμα, σταύρωση[24]! Και όλα τα υπέμεινε, «αναμάρτητος ων»[25], για την σωτηρία μας. Και εσύ, όταν πονάς, να λες: «Για την αγάπη Σου, Χριστέ μου, θα υπομείνω».
- Γέροντα, τι χρειάζεται για να ξεπεράσης τον πόνο;
- Παλληκαριά, βία χρειάζεται.
- Και τον ανυπόφορο πόνο πως τον αντιμετωπίζει κανείς;
- Αν είναι κοσμικός, με το τραγούδι, αν είναι πνευματικός άνθρωπος, με την ψαλμωδία... Ο πατέρας μου μια φορά είχε πυρετό και πολύ πονοκέφαλο. Τι κάνει λοιπόν; Παίρνει και τρώει μια αλμυρή σαρδέλα, πίνει και ένα ποτήρι κρασί και άρχισε να τραγουδάη το «Ξύπνα καημένε μου ραγιά» και άλλα τραγούδια της κλεφτουριάς και έγινε καλά! Έτσι και εμείς να ψέλνουμε, για να διασκεδάζεται ο πόνος! Κι εγώ μια μέρα κρύωσα και είχα έναν πονοκέφαλο, που πήγαινε να σπάση το κεφάλι μου. Άρχισα λοιπόν μια πολύ ωραία ψαλμωδία και μου έφυγε ο πονοκέφαλος. Πράγματι η ψαλμωδία μαζί με την ευχή πολύ βοηθάει σ’ αυτές τις περιπτώσεις· απαλαίνει την ψυχή, την γλυκαίνει, γιατί οι συνεχείς θλίψεις και οι πόνοι την καταβάλλουν και της δημιουργούν ψύξη. Και χθες βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον πόνο. Είπα πως, αν δεν ξημερώσω και πεθάνω, τότε θα έχω ...μεγάλη μέρα. Στην άλλη ζωή δεν θα βραδιάζη ποτέ, ούτε θα ξημερώνη... Έπειτα πήρα ένα ...χάπι· έψαλα «Τας αλγηδόνας των Αγίων...»[26]. Αυτό το ...χάπι διαρκεί όλη την νύχτα! Έχουν τέτοιο χάπι εδώ οι γιατροί;
- Γέροντα, λένε ότι την νύχτα οι πόνοι δυναμώνουν.
- Ναι, βαραίνει την νύχτα ο άνθρωπος. Ύστερα την ημέρα οι άρρωστοι, επειδή έχουν συντροφιά, συζητούν κ.λπ., ξεχνούν τον πόνο. Το βράδυ που είναι μόνοι τους, πάει ο νους τους στον πόνο και νομίζουν ότι πονούν περισσότερο. Στην αρρώστια πόνοι θα υπάρχουν, αλλά σκοπός είναι να γυρίζουμε το κουμπί σε άλλη συχνότητα, για να ξεχνιούνται. Γιατί, αν δεν αντιμετωπίζης σωστά τον πόνο, θα πονάς δυο φορές. Αν σκέφτεσαι τον πόνο, θα διπλασιάζεται ο πόνος. Ενώ με έναν καλό λογισμό, αν λ.χ. θυμάσαι αυτούς που πονούν πιο πολύ από σένα ή αν ψάλης λίγο, ο πόνος ξεχνιέται.
- Γέροντα, ο πόνος συνήθως σε προειδοποιεί ότι κάτι συμβαίνει στον οργανισμό. Στην συνέχεια πόση προσοχή πρέπει να του δίνης;
- Πρέπει να δοκιμάζη κανείς την αντοχή του και ανάλογα να προσέχη. Ιδίως, όταν περάση η ηλικία, χρειάζεται προσοχή, γιατί ένα παλιό αυτοκίνητο, αν συνεχίση να τρέχη με την ίδια ταχύτητα που έτρεχε, όταν ήταν καινούργιο, θα φύγουν οι ρόδες από ‘δώ, το καρμπιρατέρ από ‘κεί... Το διάστημα που μου πονούσε η μέση, δεν μπορούσα να κάνω κομποσχοίνι όρθιος. Όταν είδα ότι λιγάκι βελτιώθηκε, σηκώθηκα και έκανα τα κομποσχοίνια όρθιος και μεγάλες μετάνοιες, οπότε με ξαναπόνεσε. Κάθησα λίγο. Μετά είπα: «Άντε να ξαναδοκιμάσω». Πάλι τα ίδια· πονούσα. Ύστερα δεν συνέχισα, αλλά είχα αναπαυμένο τον λογισμό μου.
- Ένας πόνος, Γέροντα, που ξέρω ότι δεν έχει άλλη επίπτωση στον οργανισμό, δεν με ανησυχεί. Όταν όμως δείχνη ότι υπάρχει μια σοβαρή βλάβη, με ανησυχεί.
- Κοίταξε, ο πόνος λ.χ. της μέσης μπορεί να μην έχη καμμιά επίπτωση στον οργανισμό, αλλά καθηλώνει το σώμα, ενώ τους άλλους πόνους τους υποφέρει το σώμα.
- Γέροντα, όταν υποφέρη το σώμα, υποφέρει συγχρόνως και η ψυχή;
- Όταν ο οδηγός είναι άρρωστος, δεν μπορεί να τρέξη το αυτοκίνητο. Η ψυχή υποφέρει, όταν πονάη το σώμα. Κατάλαβες; Της λείπει η διάθεση που έχει, όταν το σώμα είναι καλά. Αδιαθετεί και η ψυχή κατά κάποιον τρόπο.
- Γέροντα, ο πόνος αγριεύει τον άνθρωπο;
- Όταν ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίση πνευματικά τον πόνο, μπορεί να αγριέψη. Όταν όμως τον αντιμετωπίση πνευματική, ηρεμεί και παρηγοριέται θεϊκά. Είναι πανηγύρι μετά η αρρώστια. Χαίρεται, γιατί θα πάη με τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Οι άγιοι Μάρτυρες ξεχνούσαν τον πόνο, γιατί η αγάπη τους προς τον Χριστό ήταν μεγαλύτερη από τον πόνο και τον εξουδετέρωνε.
- Αυτός που πονάει και δεν αντιμετωπίζει πνευματικά τον πόνο, δεν εξαγνίζεται;
- Ο κοσμικός εξαγνίζεται, όχι όμως και ο μοναχός.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ


«Για να πάη κανείς στον γλυκό Παράδεισο,
πρέπει να φάη πολλά πικρά εδώ,
να έχη το διαβατήριο των δοκιμασιών στο χέρι».

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
‘’ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ’’
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

The great deeds of martyrs


When someone enters an Orthodox church, he enters into a special, heavenly world: on all sides he is surrounded by the images of angels and saints. Among these multitudes, there are people of different nationalities, of different epochs, social origins, educational backgrounds and ways of life. Here are princes and simple folk, rich and poor, educated and illiterate. What most of them have in common is that they violently left this world dying for Christ.

Those who gave their lives for their faith are known as martyrs. The Russian word, muchenik, has at its root the concept of suffering, of a violent death. The ancient Church used the term martis, which means, "witness" in Greek. Why they are so called, and what gave them the strength to stand so courageously for the Christian faith, are the issues we will discuss below.

The word "witness" is generally understood to mean eyewitness, i.e., a person who observed (or heard) something first-hand and testifies to it. Legal decisions are made based on a witness’ testimony for the prosecution and for the defense. The demand is made of the witness that he presents not opinions or hearsay, but only that which was actually observed. He must bring only facts to bear. The Christian becomes a "witness" to his faith when his words and his life bear witness to a new life in Christ, a life in which he is a participant. Here the object witnessed is not the external so much as the internal spiritual experience.

The Holy Gospel refers to our Lord Jesus Christ as "The True Witness (martis)." "Jesus Christ, who is the faithful witness, and the first begotten of the dead. … the faithful and true witness, the beginning of the creation of God" (Rev. 1:5, 3:14). Following Pentecost, the Apostles and other preachers of the Gospel also become witnesses: "… and you shall be witnesses to Me in Jerusalem … one of these must become a witness with us of His resurrection" (Acts 1:8, 1:22). "I ... who am also an elder, and a witness of the sufferings of Christ" (1 Pet. 5:1). "I know thy works and where thou dwellest ... the souls of them that were slain ... for the testimony which they held" (Rev. 2:13, 6:9).

Our Lord Jesus Christ said of His mission in the world: "To this end was I born, and for this cause came I into the world, that I should bear witness unto the truth. Every one that is of the truth heareth my voice. And ye shall know the truth, and the truth shall make you free" (Jn. 18:37, 8:32). The truth to which the Son of God bore witness was not an abstract religious-philosophical system, but a divine revelation of that which He had heard from His Father and seen in that heavenly world from whence He had come. He explained as someone who knew from experience, and taught how to live as the blessed live in the Kingdom of His Father.

Those who accepted His witness, He brought, inasmuch as it was possible for them, into contact with the heavenly life, giving them a foretaste of the joy of communing with God, and helping them to see the divine light. Those who experienced this state of grace in turn became witnesses of Christ — sometimes by word, but more often by deed — in their virtuous lives.

For the Apostles, the religious experience was particularly perceptible. The Apostle John wrote of that which he and the other Apostles experienced when communicating with the Savior:

"That which was from the beginning, which we have heard, which we have seen with our eyes, which we have looked upon, and our hands have handled, of the Word of life; (For the life was manifested, and we have seen it, and bear witness, and shew unto you that eternal life, which was with the Father, and was manifested unto us;) That which we have seen and heard declare we unto you, that ye also may have fellowship with us: and truly our fellowship is with the Father, and with his Son Jesus Christ. And these things write we unto you, that your joy may be full (1 Jn. 1:1-4).

If Christ had offered only abstract ideas, they would have been accepted calmly, and would not have caused the extreme split in society, which we see in the history of Christianity. The words of Christ, like a bright light, penetrate the sinner’s darkened soul. Therefore believing in Christ and accepting His teaching invariably leads to the reconstruction of view of the world and to the most fundamental changes in the way of life. But, at the same time, they act upon a person as a beneficial balm. Bringing a renewing spiritual force for the internal struggle with evil, they inspire in him the desire to live for a higher good.

And, as a person cleanses himself and approaches moral perfection, he experiences the love of God. New horizons open before his spiritual eyes, and he begins better to comprehend the basis of spiritual life, the passing and false nature of all that takes place around him. He understands better, what he must attain and how he must act. Feeling from personal experience his own former baseness and the joy of communing with God, he no longer wishes to return to the old darkness from which he has escaped. Just the opposite — the Kingdom of God becomes for him something precious, "…the kingdom of heaven is like unto treasure hid in a field; the which when a man hath found, he hideth" (Mt. 13:44), for which he is ready to give everything, even his own life.

Unfortunately, not all are capable of seeing the light, not all find in themselves the strength to part with their sinful habits, to refuse material goods for the renewal of their soul. The Gospel tells us how from the first day of Christ’s preaching, society began to divide into two camps — those who joyfully accepted His teaching and those who rejected it. Indeed, the latter group did not merely ignore Christ’s teaching, but actively rose against it with indignation, even with uncontrollable hatred. Jesus Christ thus defined the reaction of people to his witness: "For every one that doeth evil hateth the light, neither cometh to the light, lest his deeds should be reproved. But he that doeth truth cometh to the light, that his deeds may be made manifest, that they are wrought in God" (Jn. 3:20-21). In other words, the teaching of Christ possesses the ability to expose the true nature of a person, his secret motivations. A person, who before hearing the teaching of the Gospel has been in a sort of neutral spiritual state, cannot stay indifferent any longer: he becomes either a follower or an enemy of Christ.

The animosity toward Christ held by the Pharisees and other Jewish religious leaders ultimately led to their bringing false witness against Him at His judgment, sentencing Him to death and forcing Pilate to agree to his crucifixion. Thus, the first Witness to spiritual life (Rev 1:5) — our Lord Jesus Christ — also became its first Martyr. But He defeated the leader of lies and death, the devil, and promised to all who accept the Truth that they will triumph.

The Resurrection of the Savior and the descent of the Holy Spirit were the significant events that totally convinced the Apostles of the truth of all that the Lord Jesus Christ had taught, and as witnesses, they devoted their lives to the preaching of the Gospel among all peoples. They understood their preaching to be a type of witness before people of that grace which they had received in Jesus Christ. And just as during the life of Jesus Christ, His witness appealed to some and antagonized others, so too in subsequent ages did Christian proselytism enter into society as a dividing force: "Think not that I am come to send peace on earth: I came not to send peace, but a sword. For I am come to set a man at variance against his father, and the daughter against her mother, and the daughter in law against her mother in law. And a man's foes shall be they of his own household" (Mt. 10:34-36).

The first Christian to suffer was the archdeacon Stephen, who was stoned by the Jews outside the walls of Jerusalem soon after the Apostles were visited by the Holy Ghost. In time, in different countries and at different times, all of His followers suffered for their faith in Christ. Probably only St. John the Evangelist died his own death; this was a reward for his courageous presence at the foot of the Cross.

Nero (54-68 A.D) was the first Roman emperor to embark on a course of massive and systematic persecution of Christians. During his reign, the Apostles Peter and Paul suffered in Rome. Christians were fed to wild beasts at Roman circuses or covered in tar and set aflame like torches to light the city streets.

A second-century author, St. Justin the Philosopher, who also ended his life as a martyr, illustrated how Christianity divided society in its most basic unit — the family. He related a story of how, in the city where he lived, one pagan woman converted to Christianity. Her husband, who remained a pagan, was angered by this conversion and complained to a local magistrate. Foreseeing no good in this, the woman received a continuance of her court appearance in order to tend to affairs relating to her property. While she was busy with these affairs, her angered husband brought before the court a certain Ptolemy, who, he had learned, had been responsible for his wife’s conversion. Ptolemy was interrogated, and when he admitted his Christian faith, was sentenced to death by the judge. Two members of the court felt that a death sentence was rather harsh for a man whose only "crime" was his religious conviction. The judge inquired as to whether the dissenters were also Christians. When they confirmed this, he sentenced them to death as well. Thus, in the process of preparing for the trial of the Christian wife, three other Christians were executed. Later, the wife was also tried and executed.

In his Second Apology to the Roman Senate, St. Justin tells us that all this took place because the wife, having become a Christian, refused to participate in her husband’s unnatural perversions, deeming them to be sinful.

Although we know the names of only a few thousand martyrs, their actual number runs into the tens of millions.

The persecution of Christians never completely subsided; however, its intensity alternated between greater and lesser, and its geographic focus shifted. Certain periods of time were especially difficult for Christians. Many Roman emperors and pagan rulers directed bitter campaigns of persecution against believers during the first three centuries of Christianity. After a period of relative calm, Moslem Arabs began a new wave of persecution in the 7th to 9th centuries. The Turks followed in the 13th to 18th centuries. Notice the contrast between the methods used to spread Christianity and Islam: The Apostles came to people preaching love; they were full of gentleness and often became victims of unbelievers. However, from the first day of its appearance, the Moslem religion, spread literally by sword and flame. Finally, in our own century, ferociously anti-religious Communists attempted to root out all Christian faith mercilessly. Every new wave of persecution becomes more murderous and bloody than the previous one. The Holy Gospel predicts even greater persecution before the end of the world.

Thus, the battle against Christian faith is a continuing theme of all New Testament history. As the Holy Gospel explains, this warfare is directed by the fallen angel, the ancient dragon, become the "prince of the world."

But, even having suffered physically for Christ, His witnesses were not destroyed. Just the opposite — they, like Christ, were victorious and now sit with Him in Heaven: "To him that overcometh will I grant to sit with me in my throne, even as I also overcame, and am set down with my Father in his throne" (Rev. 3:21).

The conditions of death are unique for every Christian confessor. They have a common logic in that the Lord Jesus Christ and the state of grace they found in Christianity became for them the most important element of their lives. "A Christian would sooner give his life for his faith than a pagan would give a piece of his cloak for all the gods," wrote Origen (circa 182-215 A.D), in his letter to Celsius (7:39). To disavow Christ and His teaching meant for them the forfeiture of that which was dearest to them — God and eternal life. It would have meant to bow their heads before evil and untruth in order to prolong their insignificant earthly existence — and to do so would have been a terrible tragedy for them.

Christian martyrdom is at its core quite different from the self-sacrifice of fanatics. Fanaticism is a blind attachment to an idea. Fanatics are capable of sacrificing their lives in order to prove something to others, for example, as Buddhist monks recently set themselves on fire in order to draw public attention to problems in their country. Christianity forbids suicide as a great sin. "When they persecute you in one city, go to another," said Christ (Mt. 10:23). Martyrs did not suffer in order to "prove" something, but to guard the spiritual grace their lives had acquired in the Lord Jesus Christ. To them, spiritual life was more important than physical life.

"For to me to live and die in Christ is a gain," said the Apostle Paul (Phil. 1:21). He taught Christians to accept persecution with joy, as an honor and opportunity to receive an even greater reward in Heaven: "For to you it has been granted on behalf of Christ, not only to believe in Him, but also to suffer for His sake" (Phil. 1:29).

Our Lord Jesus Christ knew of the sufferings that his followers would endure and sought to prepare them for their sacrificial deeds by saying:

I send you forth as sheep in the midst of wolves: be ye therefore wise as serpents, and harmless as doves. But beware of men: for they will deliver you up to the councils, and they will scourge you in their synagogues ... And fear not them which kill the body, but are not able to kill the soul: but rather fear him which is able to destroy both soul and body in hell ... Also I say unto you, Whosoever shall confess me before men, him shall the Son of man also confess before the angels of God: But he that denieth me before men shall be denied before the angels of God ... And when they bring you unto the synagogues, and unto magistrates, and powers, take ye no thought how or what thing ye shall answer, or what ye shall say. For the Holy Ghost shall teach you in the same hour what ye ought to say... And the brother shall deliver up the brother to death, and the father the child: and the children shall rise up against their parents, and cause them to be put to death. And ye shall be hated of all men for my name's sake: but he that endureth to the end shall be saved... Are not two sparrows sold for a copper coin and not one of them falls to the ground apart from your Father’s will. But the very hairs of your head are all numbered. Fear ye not therefore, ye are of more value than many sparrows (Mt. 10:16-42; Lk. 12:2-12; 21:12-19).

Upon witnessing the unshakeable faith of the Christians, the great courage with which they accepted suffering and death, many pagans saw the truth of the Christian teachings and were themselves, converted to Christianity. This justified Tertullian’s comment in the 3rd century that "the blood of martyrs is the seed of Christianity."

So Christian martyrs bear witness to eternal qualities, spiritual wealth and true life. Leaving this mournful world, they stand forever, in indescribable joy, near the throne of God, just as envisaged by the Apostle John:

After this I beheld, and, lo, a great multitude, which no man could number, of all nations, and kindreds, and people, and tongues, stood before the throne, and before the Lamb, clothed with white robes, and palm branches in their hands... These are they which came out of great tribulation, and have washed their robes, and made them white in the blood of the Lamb. Therefore they are before the throne of God, and serve him day and night in his temple: and he that sitteth on the throne shall dwell among them. They shall hunger no more, neither thirst any more; neither shall the sun light on them, nor any heat. For the Lamb which is in the midst of the throne shall shepherd them, and shall lead them unto living fountains of waters: and God shall wipe away every tear from their eyes (Rev. 7:9-17).

Through their sacrifice, the martyrs in Christ bear witness to the reality of spiritual values and the existence of another life, far superior to our own. They call on us to struggle courageously against evil, to love God and to feel for ourselves what a great gift it is to have Him in our souls. Through the prayers of the holy martyrs may the Lord grant to us a strong faith and the valor necessary to attain the quiet haven of the Kingdom of God.



Trying to lead us astray from living a God-pleasing life ( Saint Theophan the Recluse )


There are many forces at work which will try to lead us astray from living a God-pleasing life. It is important to continually pay more attention to the inner nudging of our conscience than to external things. This is not to say we should ignore or separate from external events, as this is also a reality of our life. But first and with the highest priority is giving our attention to our inner life directed toward our relationship with God.


Saint Theophan reminds us that this takes courage.

Provide yourself with only one thing, strong encourage: no matter what happens, stay with what you have begun... no matter how life goes, whatever successes and failures there are, you should give all of this over to God's will.When we examine the lives of saints we see that they have been led, often through great difficulties, with God's love. We see that when they devote themselves to perfecting their way of life through God, God leads them to perfection in differing ways.


Living a life focused on God does not necessarily eliminate the difficulties of life in this world. We will surely encounter numerous difficulties, both inner and outer. These are all things that God allows to happen for our benefit. There is one potential danger, however, and that is one of becoming overconfident when we do not encounter such difficulties.


Saint Theophan says,

Those who do not encounter inward or outward impediments and who see that everything is going smoothly began to fantasize that this is the way things are, and they suppose they have driven out all adversaries, who were unable to show themselves. As soon as such thoughts have settled in, the adversary immediately enters and begins fabricating vainglorious dreams from which are born self-conceit, the falling away from God's help, and the cessation of searching and striving after this help.

Therefore, it is important never to let up. Our entire life is one that involves spiritual warfare. We must constantly be alert and humble, recognizing that there is an enemy who is continually trying to distract us from the path.



Saint Theophan the Recluse

Christianity and fortune telling ( St. Nikolai Velimirovich )


What is fortune telling? There are three kinds of belief, which have their origin in fortune telling: belief in blind chance, belief in things and belief in the almighty power of the spirits of darkness.

Through fortune telling, events are prophesied, the power of things differentiated, and an oath is sworn to the spirits of darkness.

No faith so decisively condemned and rejected fortune telling as did the Christian Faith. No faith except Christianity is free and pure of fortune telling. Other faiths are, more or less, fortune telling and some consist only of fortune telling.

Fortune telling means to subject man to lower things and beings lower than man. From this, one can say that fortune telling can be called a belief in darkness. That is why the Apostle Paul speaks: "Avoid profane and silly myths. Train yourself for devotion" (1 Timothy 4:7).

Christianity is a Faith of light in two senses: First because it elevates man above chance, above all things and above the spirits of darkness; and Second that it subordinates man only to the authority of the Living, Wise and Almighty God. The All-seeing God exists, that is why blind chance does not exist. In spiritual union with this All-seeing and Living God, man can be more exalted than all things and more powerful than all the spirits of darkness.



St. Nikolai Velimirovich

Λάθη γονέων: Πώς βλάπτετε ψυχολογικά το παιδί



Όλοι οι γονείς συμφωνούν πως τα παιδιά είναι πηγή ευτυχίας. Και όλοι παραδέχονται πως το μόνο που εύχονται και επιδιώκουν για τα παιδιά τους είναι επιτυχία, αγάπη και χαρά. Ωστόσο, κάποιες φορές οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονται, γιατί τα παιδιά δεν εισπράττουν, κατά την ανατροφή τους, θεμελιώδη στοιχεία που θα τα κάνουν πειθαρχημένους, ώριμους και ενεργούς ενήλικες.



Η Αμερικανίδα ψυχολόγος Sherrie Campbell αναφέρει, παρακάτω, οκτώ μεγάλη λάθη των γονιών που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν ένα παιδί στην κατάθλιψη, το στρες, τον θυμό, τις τεταμένες οικογενειακές σχέσεις, σε προβλήματα με φίλους, χαμηλή αυτοπεποίθηση και χρόνια συναισθηματικά προβλήματα σε βάθος χρόνου:

Αγνοείτε ή υποτιμάτε τα συναισθήματα του παιδιού σας

Αν το παιδί εκφράζει λύπη, θυμό ή φόβο και εσείς το κοροϊδεύετε, το γελοιοποιείτε, το αγνοείτε ή το πειράζετε, τότε μειώνετε αυτό που νιώθει. Του λέτε, ουσιαστικά, ότι αυτό που νιώθει είναι λάθος. Όταν οι γονείς το κάνουν αυτό είναι σα να αναχαιτίζουν την αγάπη τους προς το παιδί και χάνουν την ευκαιρία να δεθούν μαζί του και να του δείξουν ότι το στηρίζουν άνευ όρων.

Ασυνεπείς κανόνες (ή έλλειψη κανόνων)

Αν δεν εκφράζετε τις προσδοκίες σας από το παιδί, μην περιμένετε να ξέρει από μόνο του πώς να συμπεριφερθεί. Τα παιδιά κάνουν αυτό που περιμένετε από αυτά. Οι κανόνες είναι που τους δίνουν τις οδηγίες και τα όρια και τα βοηθούν να προσδιορίσουν ποια είναι, με τα καλά και τα κακά τους. Αν αφήνετε το παιδί να μαντεύει πώς πρέπει να φέρεται σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής, θα προσπαθήσει να βρει τα όρια από μόνο του, με τρόπους συχνά μη επιθυμητούς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτοπεποίθηση και προβλήματα συμπεριφοράς.

Κάνετε το παιδί φίλο σας

Ποτέ δεν πρέπει να μοιράζεστε όλα τα άγχη, τις ανησυχίες σας και τα προβλήματα της σχέσης σας με το παιδί σας, ούτε να ζητάτε τη συμβουλή του. Αν στο παιδί σας δείχνετε αβοήθητοι ή ηττημένοι, δεν θα μάθει ποτέ να σας σέβεται και θα σας φέρεται ως ίσους ή και κατώτερους, επειδή το χρησιμοποιήσατε για την «ψυχοθεραπεία» σας. Πρέπει να δείχνετε στα παιδιά σας ότι μπορείτε να αντιμετωπίσετε μόνοι σας τα προβλήματα και τις προκλήσεις σας, να διαχειριστείτε τη ζωή σας, με όλο το στρες που περιλαμβάνει, και τελικά να τα καταφέρετε. Να είστε αληθινοί, να έχετε τα δικά σας αισθήματα, αλλά να μην τα φορτώνετε στα παιδιά σας.

Μειώνετε τον άλλο γονιό του παιδιού

Αν δεν δείχνετε ποτέ τρυφερότητα και αγάπη στον σύντροφο / σύζυγό σας μπροστά στο παιδί, εκείνο δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα βαρόμετρο του τι σημαίνει αγάπη και πώς εκδηλώνεται. Αν μονίμως μειώνετε και ακυρώνετε τον σύντροφό σας, απειλώντας τον ότι θα τον χωρίσετε, δημιουργείτε μία χρόνια κατάσταση άγχους στο παιδί σας. Αν έχετε ήδη χωρίσει και παραμένετε ψυχροί, απόμακροι, γεμάτοι μνησικακία για εκείνον, κατηγορώντας τον και μιλώντας άσχημα για αυτόν, τότε μεταφέρετε, έστω υποσυνείδητα, στο παιδί το μήνυμα ότι ο πρώην σύζυγός σας φταίει που χωρίσατε, άρα εσείς είστε ο «καλός» γονιός. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, αποξενώνετε το παιδί από τον άλλον γονιό.

Τιμωρείτε την ανεξαρτησία και τον αποχωρισμό

Όταν τιμωρεί ο γονιός το παιδί που μεγαλώνει, το κάνει να νιώθει ένοχο επειδή έχει φυσιολογικές, αναπτυξιακές ανάγκες και επιθυμίες. Αυτό συχνά του προκαλεί βαθιά ανασφάλεια, τάση για ανταρσία, δηκτικότητα και άλλες συμπεριφορές που δείχνουν ότι το παιδί δεν είναι ικανό να «ανθίσει» και να είναι ο εαυτός του, ως ανεξάρτητο άτομο.

Συμπεριφέρεστε στο παιδί σαν επέκταση του εαυτού σας

Αν, ως γονείς, συνδέετε την δική σας εικόνα και αυτο-αξία με την εμφάνιση του παιδιού σας, τη συμπεριφορά του, τις σχολικές του επιδόσεις και το πόσους φίλους έχει, το κάνετε να πιστεύει πως οι άνθρωποι το αγαπούν όχι γι'αυτό που είναι αλλά για το πόσο καλά αποδίδει και το πόσο καλούς σας κάνει να δείχνετε. Αυτό κάνει τα παιδιά να γίνονται άτομα που θέλουν μονίμως να ευχαριστούν τους άλλους, αντί για δυναμικούς και αυτόνομους χαρακτήρες, ενώ τους δημιουργεί μονίμως το άγχος να είναι καλοί σε όλα.

Ανακατεύεστε στις σχέσεις των παιδιών σας

Το να καθοδηγείτε κάθε κίνηση του παιδιού στις διαπροσωπικές του σχέσεις -από τους φίλους του έως τους δασκάλους του- παρεμποδίζει την ωριμότητά του. Για παράδειγμα, αν το παιδί έχει προβλήματα στο σχολείο και εσείς αμέσως στρέφεστε στον δάσκαλό του για να λύσει το πρόβλημα, ή αν διαρκώς λέτε στο παιδί πώς να είναι φίλος με κάποιον, αυτό μεγαλώνοντας δεν θα μάθει ποτέ να χειρίζεται τις πιο δύσκολες πλευρές που κάθε σχέση μπορεί να έχει.

Υπερ-προστασία

Όταν προστατεύετε το παιδί από κάθε πρόβλημα και συναίσθημα, του δημιουργείτε την αίσθηση ότι έχει το δικαίωμα να κάνει ή να λέει ό,τι θέλει, ενώ διογκώνετε την αυτοπεποίθησή του στα όρια του ναρκισσισμού. Το παιδί αυτό θα περιμένει ότι η ζωή είναι πιο εύκολη από όσο πραγματικά είναι. Θα θέλει τα πάντα να γίνονται για εκείνο, ανεξάρτητα με τη δική του συμπεριφορά. Στη συνέχεια, όμως, όταν δεν θα μπορεί να πάρει αυτά που πιστεύει πως δικαιούται, θα νιώθει σύγχυση και θλίψη.

- See more at: http://www.mama365.gr/14398/lathh-goneon-pos-vlaptete-psyhologika-to-paidi.html#sthash.R62eEpvp.dpuf

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...