Friday, August 2, 2013

Μωυσής, ο Μαύρος Διδάσκαλος - Moses the Black Saint & Teacher




Έμαθα για το Μωϋσή τον Αιθίοπα, που ήταν πολύ φημισμένος ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης ότι, πριν γίνει μοναχός, ήταν δούλος κάποιου, που ανακατευόταν στη διοίκηση της πολιτείας. Ο κύριός του όμως τον έδιωξε, επειδή ήταν πολύ δύστροπος και είχε χαρακτήρα αιμοβόρο και άγριο.
Έφυγε λοιπόν ο Μωυσής κι έγινε ληστής. Αναδείχθηκε μάλιστα σε λήσταρχο, για την υπερβολική σωματική του δύναμη.
Ανάμεσα στα ληστρικά του κατορθώματα αναφέρεται και τούτο: Χολώθηκε κάποτε μ’ ένα βοσκό, επειδή τα τσοπανόσκυλά του τον εμπόδισαν να κάνει μια νυχτερινή ληστεία. Βάζοντας λοιπόν σκοπό να σκοτώσει το βοσκό, πάσχιζε με κάθε τρόπο να τον εντοπίσει μαζί με το κοπάδι του.
Επιτέλους άκουσε πως ήταν από την άλλη μεριά του Νείλου. Εκείνη την εποχή το ποτάμι πλημμύριζε και η κοίτη του πλάταινε, φτάνοντας το ένα σημείο, (δηλαδή το ένα περίπου μίλι):Ο Μωυσής όμως έβγαλε τον κοντό χιτώνα που Φορούσε και τον έβαλε στο κεφάλι του.
Άρπαξε και το μαχαίρι με τα δόντια, και ρίχθηκε στο ποτάμι. Κατόρθωσε να φτάσει κολυμπώντας στην άλλη όχθη. Ο βοσκός, βλέποντάς τον από μακριά να περνάει απέναντι κολυμπώντας, το βαλε στα πόδια και κρύφτηκε. Τότε ο Μωυσής, έχοντας χάσει το βοσκό, ξέσπασε πάνω στο κοπάδι.
Έσφαξε τέσσερα κριάρια, τα καλύτερα, τα έδεσε στη σειρά και πέρασε πάλι κολυμπώντας το Νείλο. Ήρθε σ’ ένα πλάτωμα, έγδαρε τα σφαχτά, άναψε φωτιά, τα έψησε, κι έφαγε τα πιο καλά κομμάτια. Τις προβιές τις πούλησε, και αγόρασε κρασί. Ήπιε περίπου δεκαοχτώ ιταλικούς ξεστούς, κι έπειτα τράβηξε για το λημέρι του, πενήντα σημεία μακρύτερα από κει.
Αυτός λοιπόν ο φοβερός ληστής, μετά από πολύ καιρό και με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, ήρθε σε κατάνυξη, μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του και προσχώρησε στη μοναχική πολιτεία.
Πήρε ένα κελί στη Σκήτη και επιδόθηκε σε αυστηρή άσκηση.
Λέγεται μάλιστα, ότι στην αρχή κιόλας της μοναχικής του ζωής, μόλις πήρε το κελί, του επιτέθηκαν τέσσερις ληστές, αγνοώντας βέβαια πως ο καλόγερος αυτός ήταν ο διαβόητος Μωυσής.
Έτσι, εκείνος τους εξουδετέρωσε, τους έδεσε, τους φορτώθηκε στη πλάτη σαν ένα σακί άχυρο, τους έφερε στην εκκλησία, όπου ήταν συναγμένοι οι αδελφοί, και είπε.
- Επειδή δεν μου πρέπει να κάνω πια κακό σε κανένα, τί προστάζετε γι’ αυτούς εδώ, που τους έπιασα να έρχονται εναντίον μου;
Οι αδελφοί τους έλυσαν και τους άφησαν ελεύθερους. Οι ληστές όμως, στο μεταξύ, αναγνώρισαν το Μωϋσή και είδαν τη μετάνοιά του. Δεν θέλησαν λοιπόν ούτε κι αυτοί να γυρίσουν στη προηγούμενη ζωή τους. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μωϋσή, εγκατέλειψαν τη ζωή της αμαρτίας και έγιναν δοκιμότατοι μοναχοί.
Αλλά κι ο Μωυσης τόσο σκληρή άσκηση έκανε, για την οποία και αλλού έχει γραφτεί, και τόσο πολέμησε τους δαίμονες, ύποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε είδος σκληραγωγίας, ώστε συναριθμήθηκε κι αυτός στους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έγινε και πρεσβύτερος [=ιερέας], και διακρίθηκε για τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα. Έτσι, κοιμήθηκε αφήνοντας και εβδομήντα μαθητές.





Από το Γεροντικό:
Κάποιος αδελφός της Σκήτης [κοινότητας των ερημιτών] έσφαλε [=αμάρτησε]. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.
Σελίδες της Ερήμου:

ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση απο κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.
- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.



***
St Moses the Black



Brotherhood of St. Moses the Black

St Moses the Ethiopian was a former gang leader, murderer, and thief in ancient Africa. However, he became a model of transformation. His is one of the most inspiring stories among the African saints.

Moses, an escaped slave, was the leader of a group of 75 robbers. He was a large and powerful man, who with his gang terrorized the entire region. Moses was transformed after he and his group attacked a monastery, intending to rob it. He was met by the abbot, whose peaceful and warm manner overwhelmed him. He immediately felt remorse for all his past sins, sincerely repented, and begged to remain at the monastery.

Moses was tortured by his past and for years was tempted to return to his old ways. One day, as he was confessing his sins to St. Macarius, an angel appeared with a tablet full of his sins. As he confessed, the angel began wiping the tablet clean. The more he confessed, the more the angel wiped, until by the end it was completely clean. After meeting St. Macarius and St. Isidore, he completely left his old ways behind him and became a monk.

Later, St. Moses was ordained to the priesthood -- a rare honor among the Desert Fathers -- and founded a monastery of 75 monks, the same number as his former group of thieves. He was known for his wisdom, humility, love, and non-judgment of others. Once a brother had been caught in a particular sin, and the abbot asked St. Moses to come to the church and render judgment. He came reluctantly, carrying on his back a leaking bag of sand. When he arrived, the brothers asked him why he was carrying such a thing. He simply said, "This sand is my sins which are trailing out behind me, while I go to judge the sins of another." At that reply, the brothers forgave the offender and returned to focusing on their own salvation rather than the sins of their brother.

In 405 A.D., at age 75, St. Moses suffered a martyr's death, when his monastery was attacked by a group of barbarians. He is remembered on the 28th of August. He is the patron saint of our brotherhood.

Δοκιμασία ( Αββάς Αγάθων )


Ήρθε κάποτε ο αββάς Αγάθων στην πόλη να πουλήσει τα σκεύη του και βρίσκει κάποιο λεπρό κοντά στην οδό.

Τον ρώτησε ο λεπρός «πού πηγαίνεις;» και του απαντά ο αββάς Αγάθων «στην πόλη για να πουλήσω σκεύη». Τότε του λέει ο λεπρός «κάνε αγάπη και πήγαινέ με εκεί».

Τον σήκωσε ο αββάς και τον έφερε στην πόλη και του λέει ο λεπρός «Εκεί που πουλάς τα πράγματά σου, εκεί να με βάλεις».

Ο αββάς έκανε όπως του είπε. Τότε, όταν πουλούσε κάποιο σκεύος, του έλεγε ο λεπρός «Πόσο το πούλησες;». «Τόσο», του έλεγε. «Αγόρασέ μου πίτες». Και του αγόραζε. Και πάλι πουλούσε ο αββάς άλλο σκεύος, και του έλεγε ο λεπρός «Κι αυτό πόσο το πούλησες;». «Τόσο». Και έλεγε «αγόρασέ μου το τάδε». Και του το αγόραζε.

Αφού λοιπόν ο αββάς πούλησε όλα του τα σκεύη και σκόπευε να φύγει, του λέει ο λεπρός «Φεύγεις;» Του λέει «Ναι». «Κάνε πάλι αγάπη και πήγαινέ με εκεί που με βρήκες».

Ο αββάς τον σήκωσε και τον έφερε στον τόπο του. Τότε του λέει ο λεπρός «Είσαι ευλογημένος, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη».

Σήκωσε ο αββάς τα μάτια του και δεν είδε κανένα γιατί ήταν άγγελος Κυρίου που είχε έλθει να τον δοκιμάσει.





αββάς Αγάθων

Ας παρουμε το παράδειγμά μας απο τους αγιους ( Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής )


«Ας μετανοήσουμε λοιπόν γνήσια, για να ελευθερωθούμε από τα πάθη και να επιτύχουμε την άφεση των αμαρτιών. Ας περιφρονήσουμε τα πρόσκαιρα, για να μην μαχόμαστε για αυτά με τους ανθρώπους και παραβούμε την εντολή της αγάπης, και εκπέσουμε από την αγάπη του Θεού. Ας περπατούμε κατά το Πνεύμα, και ας μην εκτελούμε την επιθυμία της σαρκός.

Ας αγρυπνούμε, ας καθαριστούμε, ας αποβάλλουμε λοιπόν τον ύπνο της πνευματικής τεμπελιάς. Ας γίνουμε ζηλωτές των αγίων αθλητών του Κυρίου· ας μιμηθούμε τους αγώνες τους ξεχνώντας τα παλιά, και αποβλέποντας στα μέλλοντα. Ας μιμηθούμε τον ακατάπαυστο δρόμο τους, την ζέουσα προθυμία, την προσμονή της εγκράτειας, τον αγιασμό που φέρει η σωφροσύνη, την γενναιότητα της υπομονής, την ανοχή της μακροθυμίας, τον οίκτο της συμπάθειας, την ηρεμία της πραότητας, την θερμότητα του ζήλου, το ανυπόκριτο της αγάπης, το ύψος της ταπεινοφροσύνης, την απλότητα της ακτημοσύνης, την ανδρεία, την καλοσύνη, την επιείκεια.

Μην υπερηφανευόμαστε στις ηδονές, μην υπερηφανευόμαστε με λογισμούς, μην μολύνουμε την συνείδηση, να διώκουμε την ειρήνη και τον αγιασμό, χωρίς του οποίου κανείς δεν θα δει τον Κύριο. Και με αυτά θα φύγουμε από τον κόσμο, αδελφοί, και από τον κοσμοκράτορα. Ας εγκαταλείψουμε την σάρκα και τα σαρκικά. Ας ανατρέξουμε στους ουρανούς, εκεί θα έχουμε το πολίτευμα.

Ας μιμηθούμε τον θείο Απόστολο, ας κατανοήσουμε τον Αρχηγό της ζωής, ας απολαύσουμε την πηγή της ζωής. Ας χορέψουμε με τους αγγέλους, μαζί με τους αρχαγγέλους ας υμνήσουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον οποίο είναι η δόξα και η εξουσία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και για πάντα, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».


(Λόγοι ασκητικοί, άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)

Rule For Attending To Oneself ( St. Ignatius Brianchaninov )



Below is "The Rule For Attending To Oneself For One Dwelling In The World" that was written for a layman as a result of his desire to live a vigilant life in the world by St. Ignatius Brianchaninov.



"The soul of all practices in the Lord is VIGILANCE. Without VIGILANCE, all these practices are fruitless. He who is desirous of saving himself must so establish himself that he might remain continuously VIGILANT toward HIMSELF, not only in solitude, but also under conditions of distraction, into which he is sometimes unwillingly drawn by circumstances.

Let the fear of God outweigh all other sensations upon the scales of your heart; and then will it be convenient to for you to be VIGILANT TOWARD YOURSELF, both in the silence of your kellia [cell] and in the midst of the noise that surrounds you from all sides.

A well-reasoned moderation in foodstuffs, diminishing the passionate heat of his blood, tends greatly to facilitate your being able to ATTEND TO YOURSELF; while the impassioning of your blood, stemming, as it does, from an excessive consumption of foodstuffs, from extreme and intensified bodily movements, from the inflammation of wrath, from being heady with vanity, and by reason of other causes, gives rise to a multitude of thoughts and reveries-in other words, to distraction. The Holy Fathers, first of all, ascribe to such a one as is desirous of ATTENDING TO HIMSELF a moderate, evenly-measured, constant abstention from food. (Dobrotoliubiye [Philokalia], Pt. II, Ch. of St. Filofei [Philotheus] of the Sinai)

Upon awakening from sleep-an image of the awakening from the dead, which awaits all men-direct your thoughts to God, offering up to Him the first-thoughts of your mind, which has not yet become imprinted with any vain impressions whatsoever.

Having carefully fulfilled all the needs of the flesh upon arising from sleep, quietly read your customary rule of prayer, taking care not so much for the quantity of your prayerful expression, as for the quality of it; i.e., do it ATTENTIVELY, so that, by reason of your ATTENTION, your heart might be enlightened and enlivened through prayerful feeling and consolation.

Upon concluding your rule of prayer, do you again, direct all your strength to the ATTENTIVE reading of the New Testament, primarily the Evangel. In the course of this reading, intently take note of all the instructions and commandments of Christ, so that you might direct all your actions-both manifest and veiled-in accordance with them.

The quantity of the reading is determined by one's strength and by one's circumstances. It is unnecessary to weight-down one's mind with an excessive reading of prayers and Scripture; likewise, is it unnecessary to neglect one's needs in order to practice immoderate prayer and reading. Just as the excessive use of foodstuffs disorders and weakens the belly, so too does the immoderate use of spiritual food weaken the mind and create in it a revulsion to pious practices, leading it to despair. ([St.] Isaak the Syrian, "Sermon 71")

For the novice, the Holy Fathers suggest frequent-but brief-prayers. When one's mind matures with spiritual age, becoming stronger and more manly, then shall one be in proper condition to pray without ceasing. It is to such Christians as have attained to maturity in the Lord that the words of the Apostle Paul pertain:
I DESIRE, THEREFORE, THAT MEN PRAY EVERYWHERE, LIFTING UP HOLY HANDS, WITHOUT ANGER AND REPROACH. (I Tim. II, 8) i.e., dispassionately, and without any distraction or inconstancy. For that which is natural to the man is not yet natural to the infant.

Enlightened, through prayer and reading, by our Lord, Jesus Christ, the Sun of Righteousness, one may then go forth to carry out the affairs of one's daily course, VIGILANTLY taking care that in all one's deeds and words, in one's entire being, the All-holy will of God might prevail, as it was revealed and explained to men in the Commandments of the Evangel.

Should there be any free moments during the course of the day, use them to read ATTENTIVELY some chosen prayers, or some chosen portions of Scripture; and, by means of these, fortify the powers of your soul, which have become exhausted through activity in the midst of a world of vanities.

Should there not be any such golden moments, it is necessary to regret their loss, as though it were the loss of a valuable treasure. What is wasted today should not be lost on the day following, because our heart conveniently gives itself up to negligence and forgetfulness, which lead to that dismal ignorance, so ruinous of Divine activity, of the activity of man's salvation.

Should you chance to say or to do something that is contrary to God's commandments, immediately treat your fault with repentance; and, by means of sincere contrition, return to the Way of God, from which you stepped aside through your violation of God's will. Do not linger outside the Way of God! Respond with faith and humility to sinful thoughts, reveries and sensations by opposing to them the Gospel commandments, and saying, along with the holy patriarch Joseph:
HOW SHALL I SPEAK THIS EVIL WORD AND SIN BEFORE GOD? (Gen. XXX, 9)

One who is VIGILANT toward oneself must refuse himself all reverie, in general-regardless of how attractive and well-appearing it might seem, for all reverie is the wandering of the mind, which flatters and deceives it, while being outside the truth, in the land of non-existent phantoms, and incapable of realization. The consequences of reverie are: loss of VIGILANCE toward oneself, dissipation of the mind, and hardness of heart during prayer, whence comes distress of the soul.

In the evening, departing into slumber-which, in relation to the day just past, is death-examine your actions during the course of that day. Such [self-] examination is not difficult, since, in leading an ATTENTIVE life, that forgetfulness which is so natural to a distracted man is destroyed through VIGILANCE TOWARD ONESELF. And so, having recollected all your sins, whether through act, or word, or thought, or sensation, offer your repentance to God for them, with both the disposition and the heart-felt pledge of self-amendment. Later, having read the rule of prayer, conclude the day which was begun by meditating upon God by meditating, once again, upon God. Whither do they depart-all the thoughts and feelings of a sleeping man? What mysterious state of being is this sleep, during which the soul and body are both alive and yet not alive, being alienated from the awareness of their life, as though dead? Sleep is as incomprehensible as death. In the course of it, one's soul reposes, forgetting the most-cruel earthly afflictions and calamities that have beset it, while it images its eternal repose; while one's body (!!) ... if it rises from sleep will also arise, inevitably, from the dead.

The great Agafon said: "IT IS IMPOSSIBLE TO SUCCEED IN VIRTUE WITHOUT EXERTING VIGILANCE TOWARD ONESELF." (The Patericon of Skete)

Amen."


http://orthodoxwayoflife.blogspot.ca/2009/11/rule-for-attending-to-oneself.html

Freedom in God


"The goal of human freedom is not in freedom itself, nor is it in man, but in God. By giving man freedom God has yielded to man a piece of His divine authority, but with the intention that man himself would voluntarily bring it as a sacrifice to God, as a most perfect offering."
Saint Theophan the Recluse


Often we find ourselves thinking that freedom is about political freedom or personal freedom to do our own thing. Political freedom is good but only if it encouratges us to seek God. Individual ego based freedom is neveer good.We must alswy seek to show our love for others and to carry out the commandments of God, but as freely chosen. When we do surrender to God and become partcipating member of His Church, we find real freedom when we allow ourseves to act according to God's will. Then nothing can oppress us.


Jesus said,

"If you continue in my word, then you are my disciples indeed; And you shall know the truth and the truth shall make you free" And those who heard Him said, "We are Abraham’s seed, and we were never in bondage to any man, how sayest thou, you shall be made free?" And He answered, Verily I say unto you, Whosoever committeth sin is the servant of sin." (1 John 8:31-34)

St. Paul in the Epistle to the Romans says,

"For when you were the servants of sin, you were free from righteousness. But what fruit had you then from those things of which you are now ashamed? For the end of those things is death. But now set free from sin and become servants to God, you have your fruit unto holiness, and as your end, life everlasting." (6:20-22)

The deepest and most fundamental of the Church’s understandings of freedom is simply the freedom from sin and its wage or consequences. The understanding that Christ has given to men a freedom that cannot be taken away, no matter what the external circumstances of life may be, has provided the strength, the dynamism, the very life of the Church in the different periods of her bondage, her restrictions. There was the long three century persecution of the Church by the Roman Empire, and the very martyrs were witnesses and advocates of their freedom in Christ. The Moslem conquest and domination of much of the world that had been Christian, and the reduction of Christians to second-class citizenship, the restrictions against their proclaiming the Gospel, brought no despair to those who knew Christ and His truth. This lasted well into the nineteenth century in certain places. And in our own twentieth century, restrictions and persecutions, perhaps heavier and more severe than in any other time, in Communist lands failed to extinguish the light of Christian truth, and finally the most essential Christian freedom.

It is in Christ, as perfect Man, that man comes to the full realization of what it means to be in the image and likeness of God. For man’s freedom is an Icon, an image of the Divine Freedom itself.


Our challenge is to take our free will that God has blessed us with and commit it to abandon sin and to instead please God.

Living in Unity with God


With faith, zeal, experience of God's grace, and a realization of our sinfulness we now move toward the goal of all Orthodox Christians ––"A Living Unity with God."

Saint Theophan makes his point with several Scripture references.
"Seek ye the Lord and be strengthened; seek ye His face at all times. (Ps 104:4)

Paul reminds us,
For you are the temple of the living God. As God has said: “ I will dwell in them... (2 Cor 6:16)
Do you not know that you are the temple of God and that the Spirit of God dwells in you? (1 Cor 3:16)

Jesus says,
“If anyone loves Me, he will keep My word; and My Father will love him, and We will come to him and make Our home with him. (Jn 14:23)
If anyone hears My voice and opens the door, I will come in to him and dine with him, and he with Me. (Rev 3:20)
I am in My Father, and you in Me, and I in you. (Jn 14:20)


Saint Theophan says this living unity with God is enlivening and God's goal for us.,

God's indwelling is not merely mental... but is a living, enlivening thing, to which contemplation should only be considered a means. Mental and heartfelt longing for God, that has come by God's good will, prepares a person to truly receive God. It is a kind of unity in which, without eradicating human strrength and personality, God manifests Himself as one that worketh in him both to will and to do (Phil 2:23); and the person, according to the Apostle, does not live but Christ lives in him (cf. Gal 2:20). This is not only the person's goal, but also the goal of God Himself.


The Orthodox Way of life is about attaining this living unity with God. It is something we must continually work at. Its much more than a conversion experience. Such experiences are only the beginning of an Orthodox Christian life. This is when the real work begins. Knowing this indwelling God is a process of purifying our heart, purging our actions of all sinfulness. All this prepares us to receive His grace to align our will with His. This is our aim. This is the path to a truly virtuous life.



Saint Theophan the Recluse

Virtues -- ( St. Paisius Velichkosvsky )



St. Paisius Velichkosvsky


“Virtue is acquired by every kind of forcing oneself.
Therefore, if you wish to conquer the passions, cut off the love of pleasure; but if you are pursuing food, you will spend a life in passions; the soul will not be humbled if the flesh is not deprived of bread. It is not possible to deliver the soul from perdition while protecting the body from unpleasantness. Therefore let us return to what is primary.
If you wish to be saved, O my soul, to go first on the most sorrowful path which has been indicated here, to enter into the Heavenly Kingdom and receive eternal life – then refine your flesh, taste voluntary bitterness, and endure difficult sorrows, as all the Saints tasted and endured. And when a man is preparing himself and gives himself the command to endure for the sake of God all sorrows and pain which come upon him, then light and painless seem for him all sorrows, unpleasantnesses and attacks of devils and men. He does not fear death, and nothing can separate such a one from the love of Christ.
Have you heard, my beloved soul, how the Holy Fathers spent their lives? O my soul! Imitate them at least a little.
Did they not have tears? O woe, my soul.
Were they not sorrowful, thin and worn out in body? O woe, my soul.
Did they not have bodily illnesses, great wounds and lamentation of soul with tears? O woe, my soul.
Were they not clothed in the same infirm body that we have? O woe, my soul!
Did they not have the desire for splendid, sweet and light repose in this world and every bodily repose?
Yes, they desired these things, and their bodies in truth were afflicted, but they exchanged their desires for patience and their grief for future joy. They cut off everything once and for all. They considered themselves as dead men, and tormented themselves mercilessly in spiritual labors. Do you see, my soul, how the Holy Fathers labored, having no repose and suffering every kind of evil? They subjected the flesh to the spirit and fulfilled all the other commandments of God, and were saved.
But you, O pitiful soul, do not at all wish to force yourself, and you grow faint from small labors, grow despondent and do not at all remember the hour of death and weep over your sins; but you have become accustomed, my wretched soul, to eat to the fill, to drink to the fill and to be slothful. Do you not know that you are called voluntarily to torment? And yet you endure nothing. How then do you wish to be saved?
At least from this time forth, then: Arise, my beloved soul, and do what I shall tell you.
If you cannot labor as the Holy Fathers did, then at least begin according to your strength.”



- St. Paisius Velichkosvsky

What is the cause of our prayers not being heard ..(.Elder Porphyrios)


Our prayers are not heard because we are not worthy.
Elder Porphyrios tells us that "the slightest murmuring against your neighbor affects your soul and you are unable to pray." We must make ourselves worthy for prayer he advises us. And our unworthiness comes from our inability to love our neighbor as ourselves.


Jesus says,

If you bring your gift to the altar and there you remember that your brother holds something against you leave your gift before the altar and go first to be reconciled with your brother and then offer your gift. Matt. 5:23 - 4True prayer is not easy. It is based on a close relationship with God. It requires a self-giving to God and His will.


Elder Porphyrios says,

Those who desire and crave to belong to Christ and who abandon themselves tot he will of God become worthy.This is the greatest spiritual challenge to give up our will and submit it to God's will. It is a necessity to be able to keep all of His commandments. This is the sign of our love of God.


Jesus says,

He who has my commandments and keeps them, he is the one who loves me; and he who loves me shall be loved by my Father and I will love him and will manifest myself to him. John 14:21To be in union with God takes great effort on our part.


The Elder says,

We have to wrestle with the roaring lion.More on Orthodox Prayer


Reference: Wounded by Love, p 116

Έργα Θεού και έργα πονηρου..... ( Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ )


Πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, που ο Χριστιανισμός, η πνευματική μόρφωση και η κρίση θα αμβλυνθούν, και θα χαλαρώσουν σε φοβερό βαθμό, θα παρουσιασθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται, που θα κάνουν σημεία μεγάλα και τέρατα, με αποτέλεσμα να πλανούν ακόμη και (αν αυτό είναι δυνατόν) εκλεκτούς. Ιδίως δε, ο ίδιος ο αντίχριστος, όταν θα έλθη, θα γεμίση τον κόσμο θαύματα, που θα καταπλήττουν και θα χορταίνουν τους ανθρώπους με σαρκικό φρόνημα και άγνοια. Αυτός τότε θα δώση και «σημείον εκ του ουρανού», που οι άνθρωποι τόσο το ποθούν και το διψούν. Η παρουσία του, λέγει ο άγιος Απόστολος Παύλος, θα είναι κατ’ ενέργειαν του σατανά• εν πάση δύναμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους• και εν πάση απάτη της αδικίας, μεταξύ των απολλυμένων, που δεν φρόντισαν να αγαπήσουν την αλήθειαν για να σωθούν.

Οι άνθρωποι με άγνοια και σαρκικό φρόνημα, βλέποντας τα θαύματα αυτά, δεν θα σταθούν καθόλου να σκεφθούν. Θα τα δεχθούν αμέσως. Γιατί το πνεύμα τους θα έχη με αυτά συγγένεια. Και από την τύφλωσή τους θα τα παραδεχθούν. Και θα ονομάζουν την ενέργεια του σατανά σαν την πιο μεγάλη φανέρωση της δύναμης του Θεού. Ο αντίχριστος θα γίνη δεκτός στα πεταχτά, χωρίς καθόλου σκέψη]. Ούτε καν θα κάτσουν να σκεφθούν οι άνθρωποι, ότι τα θαύματά του δεν θα έχουν κανένα καλό και λογικό σκοπό, καμμιά σαφή σημασία• ότι δεν θα έχουν καμμιά σχέση με την αλήθεια και θα είναι γεμάτα ψέμα• ότι θα είναι ένας τερατώδης και γεμάτος μοχθηρία, χωρίς κανένα νόημα θεατρινισμός, που θα κάνη το παν για να καταπλήξη και να οδηγήση σε μια αποχαύνωση και σ’ ένα ολοκληρωτικό δόσιμο, να τους γοητέψη, «να τους τυλίξη» και να τους παρασύρη• με τη γοητεία μιας πληθωρικής αλλά κενής και ανόητης εντύπωσης, ενός εφφέ!

Δεν είναι φοβερό, ότι τα θαύματα του αντιχρίστου, οι αποστάτες, οι εχθροί της αλήθειας και του Θεού, θα τα δεχθούν με ενθουσιασμό;

Γιατί; Γιατί έχουν προετοιμάσει τον εαυτό τους, να δεχθούν ανοιχτά και φανερά τον απεσταλμένο του σατανά, το όργανό του, την διδασκαλία του και τις πράξεις του, και να έλθουν σε πνευματική επικοινωνία μαζί του στην κατάλληλη ώρα.


Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Περὶ ὑπομονῆ - ( Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου )


Ἀγαπητοί, γενώμεθα ὡς γενναῖοι στρατιῶται ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ἡμῶν ἑτοίμως ἀποθνῄσκοντες.
Ὅτε γὰρ ἐν κόσμῳ ὑπήρχομεν, ὅτε ἐν βιωτικοῖς ἀνεστρεφόμεθα πράγμασι, ταῦτα οὐκ ἐπάσχομεν, οὐδὲ τοιαύτας θλίψεις ὑφιστάμεθα.


Ἀλλὰ νῦν,
ὅτε προσήλθομεν τῷ Κυρίῳ εὐαρεστῆσαι,
θερμῶς τοιαῦται ἐπαναστάσεις καὶ πειρασμοὶ καθ' ἡμῶν ἐγείρονται καὶ θλίψεις ὑπὸ τοῦ Πονηροῦ.


Ὁρᾷς ὅτι διὰ τὸν Κύριον ταῦτα πάσχομεν;
Φθονοῦντος γὰρ ἡμῖν τοῦ Πονηροῦ,
καὶ πειράζοντος διαστρέψαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ζωῆς,
εἰς χαύνωσιν καὶ ὀλιγωρίαν ἄγει,
ἵνα μὴ εὐαρεστήσαντες σωθῶμεν.


Ὅσον τοίνυν καθ' ἡμῶν ὁ Πονηρὸς ἐπεγείρεται,
ἡμεῖς ἐὰν εὑρεθῶμεν ἐν ὑπομονῇ καὶ ἀνδρείᾳ γενναῖοι καὶ πρόθυμοι, ἑτοίμως ἔχοντες μέχρι θανάτου ὑπομένειν διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ἐλπίδα,
πᾶσαι αἱ μεθοδεῖαι αὐτοῦ λύονται·

ἔχομεν γὰρ τὸν ὑπερασπιστὴν ἡμῶν καὶ ὑπέρμαχον Χριστόν,
ὃς ἡμῖν θλιβομένοις καὶ ἐλπίζουσιν ἐπ' αὐτὸν ὑπομονὴν δίδωσι, καὶ ἐκείνους καταισχύνει, ἡμῶν τὰ νικητήρια τῶν πόνων, τουτέστι τὴν βασιλείαν τοῦ Κυρίου, κομιζομένων.


Γενώμεθα ὡς ἄκμονες τυπτόμενοι καὶ μὴ ἐνδίδοντες,
μηδὲ ἐν τύπῳ χαυνώσεως ἢ ὀλιγωρίας ἢ ἀκηδίας διὰ τῶν μαστίγων καὶ πειρασμῶν ἐν ἑαυτοῖς τι δεχόμενοι.


∆ερόμενοι νικήσωμεν τὸν ἀντίπαλον διὰ τῆς ὑπομονῆς.


Καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν οὕτως τὸν ἀγῶνα τοῦτον διώδευσεν,
μαστιζόμενος,
ὀνειδιζόμενος,
ἐμβριμούμενος,
ἐμπτυόμενος,
λιθαζόμενος,
ἔσχατον καὶ ἀτίμῳ θανάτῳ σταυροῦ ὑπὸ ἀνόμων τιμωρούμενος·
καὶ πάντα ὑπήνεγκε διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν,
ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπόγραμμα ζωῆς,

ἵνα, δι' ἧς ὁδοῦ θλίψεως καὶ πειρασμῶν καὶ θανάτου αὐτὸς διώδευσε,
τῇ αὐτῇ ὁδῷ διοδεύσωσιν οἱ ἐν ἀληθείᾳ εἰς αὐτὸν πιστεύσαντες καὶ συγκληρονόμοι αὐτοῦ γενέσθαι βουλόμενοι·

ἵνα ὥσπερ αὐτὸς διὰ πολλῶν παθῶν,
ἔσχατον δὲ ἀποθανὼν ἐπὶ σταυροῦ ἐνίκησε καὶ ἐθανάτωσε καὶ κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς σαρκός,
καταργήσας καὶ ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις, καθὼς εἴρηται, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐδειγμάτισε,
θριαμβεύσας αὐτὰς ἐν αὐτῷ,

οὕτω καὶ ἡμεῖς πᾶσαν αὐτοῦ ἐπανάστασιν καὶ θλῖψιν ὑπὸ τοῦ Πονηροῦ ἐμποιουμένην γενναίως καὶ προθύμως καὶ ἕως θανάτου ἐλθόντες,
ἐὰν ὑπομείνωμεν,
τότε νικήσομεν τὸν ἀντίπαλον διὰ τῆς πίστεως καὶ ὑπομονῆς καὶ τῆς εἰς τὸν Κύριον ἐλπίδος.


Καὶ οὕτως δόκιμοι εὑρεθέντες ἐντεῦθεν,
τῆς ἀπολυτρώσεως καταξιώμεθα καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πληρώμεθα καὶ τῆς ἐκεῖθεν αἰωνίου ζωῆς κληρονόμοι γενώμεθα.


Εἰς γὰρ τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα ἡ κατὰ τοῦ ἀντικειμένου νίκη διὰ παθῶν καὶ θανάτου γίνεται.

Πάσχοντες οὖν καὶ θανατούμενοι διὰ τὸν Κύριον προθύμως,
νικήσομεν πᾶσαν τῶν ἀντικειμένων τὴν δύναμιν καὶ πᾶσαν θλῖψιν, καὶ πειρασμοὺς μὴ ἐπιπόνους ἡγώμεθα,
ἀλλ' εὐκαίρως ὑπομένωμεν πᾶσαν τὴν τοῦ Πονηροῦ ἐπανάστασιν,
τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον ἐπιθυμίᾳ πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες.


Καὶ καθὼς εἴρηται ὑπὸ τοῦ Κυρίου,
καθ' ἡμέραν τὸν σταυρὸν αἴροντες,
ὅ ἐστι θάνατος,
ἀκολουθῶμεν αὐτῷ ὀπίσω·
καὶ οὕτως εὐκαίρως ὑπομένωμεν πᾶσαν θλῖψιν ἤτοι κρυπτὴν ἤτοι φανεράν.


Εἰ γὰρ θάνατον ὑπὲρ τοῦ Κυρίου ὑπομένειν προσδοκῶμεν,
καὶ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες πάντοτε ἐπιποθοῦμεν,
πολλῷ μᾶλλον καὶ θλίψεις βαρείας εὐκαίρως καὶ ἀκαίρως μετὰ χαρᾶς πάντως ὑπομενοῦμεν.


∆ιὰ τοῦτο γὰρ βαρείας καὶ φορτικὰς τὰς θλίψεις ἡγούμεθα ἀνυπομονήτως ἔχοντες,
ἐπειδὴ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχομεν οὐδαμῶς,
καὶ ἐν αὐτῷ πάντοτε ἡ διάνοια οὐκ ἐπιποθεῖ.


Ὁ γὰρ Χριστὸν ἐπιθυμῶν κληρονομῆσαι,
καὶ τὸ αὐτοῦ πάθος ἀκωλύτως ἐπιθυμητὸν ἡγήσεται·
ὥστε οἱ Χριστὸν ἀγαπῶντες,
ἐν τούτῳ φαίνονται,
ὅταν πᾶσαν θλῖψιν ἐπερχομένην αὐτοῖς γενναίως καὶ προθύμως ὑπομείνωσι διὰ τὴν εἰς τὸν Χριστὸν ἐλπίδα.


Παρακαλέσωμεν οὖν τὸν Κύριον δοῦναι ἡμῖν σύνεσιν εἰς τὸ γνωρίζειν τὸ αὐτοῦ θέλημα καὶ προθύμως ἐπιτελεῖν ἐν πάσῃ ὑπομονῇ καὶ μακροθυμίᾳ,
μετὰ χαρᾶς ἣν αὐτὸς ἡμῖν χαρίσεται,
δυναμώσας ἡμᾶς εἰς πᾶσαν εὐαρέστησιν·
ἵνα δόκιμοι καὶ ἄξιοι εὑρεθέντες,
σωτηρίας αἰωνίου τύχωμεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
τῷ Κυρίῳ ἡμῶν·
ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...