Tuesday, May 21, 2013

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ


Χορταράκι ελέησον! Πουλάκι ελέησον! Τα πάντα μέσα μου και γύρω μου, και τα μικρά και τα μεγάλα, τα περασμένα και τα άπειρα, και τα απλά και τα αινιγματώδη, και τα σκοτεινά και τα φωτεινά, και το ορατό και το αόρατο, και το θνητό και το αθάνατο, και το καλό και το κακό, το παν και τα πάντα σε όλους τους κόσμους που γνωρίζω και αισθάνομαι, με υποκινούν σε κραυγαλέα προσευχή: Κύριε ελέησον! Οι πόνοι μας συνοψίζουν όλες τις ανθρώπινες λέξεις σε μια προσευχή και σε μια κραυγή: Κύριε ελέησον! Στραμμένοι προς Εσέ βρίσκουμε ξεχειλισμένο σ΄ όλο το είναι μας, μόνο ένα στεναγμό: Κύριε ελέησον! Θα θέλαμε να Σου πούμε τον εαυτό μας, αλλά χύνονται τα δάκρυά μας και Σου λέμε όλη την ψυχή μας μέσα σ΄ αυτά τα δυο λόγια: Κύριε ελέησον! Το κάθε κτίσμα έχει την καρδιά του. Και η καρδιά είναι με τούτο καρδιά, γιατί αναστενάζει και τείνει προς Εσέ: Κύριε ελέησον! Σ΄ αυτό το λυπημένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το να ελεηθεί πρώτιστα από Σένα, Κύριε ελέησον! Και μαζί με Σένα και πίσω από Σένα να τον ελεήσουν όλα τα όντα και όλη η κτίση: Κύριε ελέησον! Μητέρα ελέησον! Φίλε ελέησον! Χορταράκι ελέησον! Πουλάκι ελέησον! Όλα τα όντα σε όλους τους κόσμους: Ελεήστε!!! Ελεήστε!!! Ελεήστε!!
 

 π.Ιουστίνου Πόποβιτς.

 

Γ.Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Faith Alone will not Save us (Part 2)



Because thou hast seen me, Thomas, thou hast believed; blessed are they who have not seen, and yet have believed(Jn. 20:29).


Dear Christian: you pride yourself on your faith. But what good is it when you carry out evil deeds? The demons also believe and tremble; however, it is of no benefit to them. You believe that God gave the
Ten Commandments, and that the person who rejects one of them will undoubtedly be condemned, but you then proceed almost every day to reject all the commandments without fear or shame.
What benefit is your faith? You believe that God ordered you to love Him with all your heart, your soul, and your mind, and to love your fellow man as yourself(Mt. 22:37-39),  but you proceed to reject God by transgressing His law, and you wrong and hurt your fellow man in a variety of different ways. What is the benefit of your faith? You believe that if you do not forgive the faults of others it is impossible for God to forgive your own sins(Mt. 6:14-15); however, you demand retribution and seek revenge every time another person makes even the slightest error?

You believe that God commands you to love your enemies(Mt. 5:44); however, you hate them and persecute them unto death. What good is your faith? You believe that God instructs, “Learn from Me that I am meek and humble in heart” (Mt. 11:29), but you are arrogant and hot-tempered. What do you benefit from your faith? Every poor person represents an image of Christ. Whatever you do to a poor person you do to God Himself: “Whatever you have done to these least of my brothers, you have done to Me” (Mt. 25:40). Do you believe this? “Yes,” you will reply. And yet, when you see a poor person, you look the other way and walk right by him. You see a beggar, and instead of handing him alms, you shower him with scornfulcomments. How does your faith help you?

You believe that there is an eternal life in store for you(Mt. 25:46), and yet you live as an epicurean and as if there is no soul. What good is your faith? You believe that there will come a day during which God will sit upon His throne of glory to judge the earth and to serve justice to all (Mt. 25:31), and that they who have done good works will ascend to a blessed eternal life, whereas they who lived in sin will proceed to eternal hell. Nevertheless, you totally neglect virtuous conduct and instead eagerly indulge in all kinds of sin. What good is your faith to you? Such faith does not save man: “Can faith,” asks St. James, “save him?” (Jam.2:14). Such faith is dead and imperfect because faith receives its strength and perfection from good works. “
Do you see,” says the Apostle concerning Abraham, “how his faith was working with his works, and how his faith was perfected through his works?” (Jam. 2:22). What a God-inspired and clear-cut lesson indeed! Faith helps us to perform good works, and good works, in turn,
impart perfection to our faith.

Faith Alone will not Save us (Part 1)


Because thou hast seen me, Thomas, thou hast believed; blessed are they who have not seen, and yet have believed (Jn. 20:29).


Indeed, great is the power of faith! Wondrous are the results of faith!
Infinite is the profit that ensues from faith! It grants eternal life, and bestows us with the heavenly kingdom! For it is written, “that by believing ye might have life through His name” (Jn. 20:31). And elsewhere it is stated, “Believe in the Lord Jesus Christ, and thou and thy household shalt be saved” (Acts 16:31).
Therefore, faith does save, and belief in Christ alone is capable of saving man. But why do the very same Holy Scriptures also state, “For the Son of man shall come in the glory of His Father with His angels; and then He shall reward every man according to his works” (Mt. 16:27). Additionally, it says, “Who will render to each [person] according to his works” (Rom. 2:6).


Yet elsewhere, “And they who have done good shall proceed unto the resurrection of life; while they that have done evil, unto the resurrectionof damnation”(Jn. 5:29).

What can we make of this? Why do the Holy Scriptures sometimes state that faith saves man, while other times teach that good works are the cause of salvation? Do the God-given words of the Holy Scriptures contradict each other? Dear reader, do not be fooled! God’s teachings are in complete agreement with each other. Neither faith alone, nor good works alone save man; rather, both faith in conjunction with good works save man.

Faith consists of two parts: theoretical and practical.Theoretical faith exists when we believe with our mind everything that our faith teaches without doing any good works. Such faith is dead, of no benefit, and incapable of saving man. “Faith,” affirms the divine St. James, “on its own is dead if it is not accompanied
by works” (Jam.2:17). “My brethren, what good is it if someone proclaims that he has faith but has no [good] works? Is [such] faith capable of saving him?” (Jam.2:14).



Practical faith exists when we not only believe in everything our faith teaches, but also carry out and abide by all its orders and statutes. This is the faith that the Apostle Paul speaks of when he says, “
Faith which worketh by love” (Gal. 5:6). Therefore, when the Holy Scriptures proclaim, “So that believing ye
might have life through His name,” and “everyone who believes and is baptized shall be saved” (Mk. 16:16), and other such similar statements, it is speaking of practical faith that is put into action through love, and which co-exists united with good works. Similarly, when the Scriptures teach,“God will render to each
[person] according to his works,” and the like, it is referring to people who believe: it is referring to the works that have been carried out as a result of faith.





ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ)

Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίθετη μέ τή δικαιοκρισία




Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού
εν ανάγκαις χαίρουσιν,
ο δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει
Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία.


1. Η ελεημοσύνη και η δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), όταν συνυπάρχουν μέσα στην ίδια ψυχή, μοιάζουν με τον άνθρωπο που, μέσα στον ίδιο ναό, προσκυνεί το Θεό και τα είδωλα. Η ελεημοσύνη είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία μετράει και αποδίδει ακριβώς τα ίσα. Γιατί στον καθένα δίνει ότι του αξίζει και δε γέρνει προς το ένα μέρος ούτε προσωποληπτεί κατά την ανταπόδοση του δικαίου.
Η ελεημοσύνη όμως είναι λύπη της ψυχής για τον ανήμπορο. Η ελεημοσύνη κινείται από τη θεία χάρη και ξεστρατίζει για να βοηθήσει όλους με συμπάθεια και στον άξιο τιμωρίας δεν ανταποδίδει το κακό και τον άξιο του κάλου επαίνου τον φορτώνει με αγαθά. Όπως το ξερό χορτάρι και η φωτιά δεν μπορούν να βρεθούν μαζί στον ίδιο χώρο, έτσι δεν μπορούν να συνευρίσκονται στην ίδια ψυχή η δικαιοκρισία και η ελεημοσύνη.
Και όπως δεν μπορούν να ισοζυγιαστούν στους δίσκους της ζυγαριάς ένας κόκκος άμμου από τη μια και το πολύ βαρύ χρυσάφι από την άλλη, έτσι και η δικαιοκρισία του Θεού δεν μπορεί να εξομοιωθεί στο βάρος και να ισοζυγιαστεί με την ελεημοσύνη του. Και όπως μια χουφτιά άμμου, πού πέφτει σε μεγάλη θάλασσα, χάνεται, έτσι και τα αμαρτήματα οποιουδήποτε ανθρώπου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στη φιλάνθρωπη πρόνοια και στην ευσπλαχνία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί να φράξει κανείς μια πηγή με πολύ νερό με μια χούφτα χώμα, έτσι δεν μπορεί να νικηθεί η ελεημοσύνη του Θεού από την κακία των κτισμάτων του, όπως δεν είναι δυνατό να εμποδίσουμε τη φλόγα της φωτιάς να ανεβεί προς τα επάνω, έτσι δεν μπορούν να εμποδιστούν οι προσευχές των ελεημόνων να ανέβουν στον ουρανό. 2. Να γίνεις κήρυκας της αγαθότητας και της αγάπης του Θεού που, ενώ είσαι ανάξιος, σε φροντίζει και, ενώ τα χρέη σου σ' αυτόν είναι πολλά, δε σε εκδικείται, παρά για τα μικρά καλά σου έργα σου αντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μην καλέσεις λοιπόν τον Θεό δίκαιο, γιατί η δικαιοσύνη του δε φαίνεται στα αμαρτωλά σου έργα. Και αν ο Δαβίδ τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, όμως ο Υιός του Κύριος Ιησούς Χριστός μας φανέρωσε «ότι μάλλον είναι αγαθός και χρηστός» (Λουκ. 6, 35). Είναι αγαθός, λέει, για τους πονηρούς και τους ασεβείς. Και πώς μπορείς να ονομάζεις το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσεις στο κεφάλαιο του ευαγγελίου που γράφει για το μισθό των εργατών; Λέει λοιπόν εκεί: «Φίλε, δε σε αδικώ. Θέλω να δώσω σ' αυτόν τον τελευταίο όσα και σε σένα. Ή μήπως επειδή είμαι καλός, το μάτι σου γεμίζει από ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πώς πάλι μπορεί να ονομάζει κανείς το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσει για τον άσωτο γιο, που σκόρπισε τον πλούτο ασωτεύοντας; Πώς έτρεξε ο πατέρας του και, μόνο με την κατάνυξη και τη συντριβή που έδειξε, έπεσε στον τράχηλό του και του έδωσε εξουσία να χαίρεται μέσα στον πλούτο του; Και αυτά βέβαια για τον πατέρα του δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να διστάσουμε να τον πιστέψουμε, άλλ' ό ίδιος ό Υιός του Θεού. Αυτός με τη δική του μαρτυρία μας βεβαίωσε ότι έτσι έχει το πράγμα. Που βλέπεις λοιπόν τη δικαιοσύνη του Θεού; Στο ότι ήμασταν αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε για μας; Εάν λοιπόν ό Θεός σ' αυτή τη ζωή είναι ελεήμων και εύσπλαχνος, ας πιστέψουμε ότι ο Θεός δεν μπορεί να αλλοιωθεί.
Λέει ο άγιος Κύριλλος στην ερμηνεία της Γενέσεως: Να φοβάσαι το Θεό από αγάπη και όχι από το σκληρό όνομα της δικαιοσύνης που του δώσανε. Αγάπησέ τον, λοιπόν, όπως έχεις χρέος να τον αγαπήσεις και όχι για τα μέλλοντα αγαθά που περιμένεις να σου δώσει, αλλά για όσα λάβαμε και μόνο για τούτον τον κόσμο πού δημιούργησε για μας και μας τον χάρισε. Γιατί, είναι κανείς που μπορεί να ανταμείψει το Θεό για ό,τι μας χάρισε; Που είναι η δίκαιη ανταπόδοση στα έργα μας; Ποιος έπεισε το Θεό να μας δημιουργήσει; Και υπάρχει κανείς να τον παρακαλεί για λογαριασμό μας, όταν γινόμαστε αχάριστοι; Και όταν κάποτε δεν υπήρχαμε, ποιος ξύπνησε εκείνο το σώμα μας και το έφερε στη ζωή; Ας νιώθουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη και αγάπη για όσα η άφατη φιλανθρωπία του Θεού μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ.

On Revenge


"Say not, I will repay evil! Trust in the Lord and He will help you" (Proverbs 20:22).

Do not be vengeful; do not return evil for evil. The evil from your neighbor is sufficient. If you return evil for evil to him, you will double the evil in the world. If you do not return evil for evil to him, he can still burn out his evil through repentance. Thus, you will reduce evil in the world through patience and forgiveness.
Do not be vengeful; do not return evil for evil. "But wait on the Lord," He sees and remembers and, in your time, even you and your evil doer will know that God sees and remembers. You ask yourself: What have I done in that I have not returned evil for evil? You have done the wisest deed that you could do in the given situation, i.e.; you have relinquished your struggle to the One Stronger than yourself and the Stronger will victoriously fight for you. If you enter into battle with the evil doer you might be defeated. But God cannot be defeated. Therefore, relinquish your struggle to the Victorious and Undefeated One and patiently wait.

Learn from a small child. If someone attacks a child in the presence of his parents, the child does not return the attack by attacking but rather looks at his parents and cries. The child knows that his parents will protect him. How is it that you do not know what a little child knows? Your heavenly Parent is constantly beside you. That is why, do not be vengeful; do not return evil for evil rather look at your Parent and cry. Only in this way will you guarantee victory for yourself in conflict with evil men.

O Almighty Lord Who said: "Vengeance is Mine" (Romans 12:19; Hebrews 10:30), protect us from the unrighteous ones by Your almighty hand and restrain us from vengeance. Counsel us by Your Holy Spirit that the greater heroism is to endure rather than to avenge. To You be glory and thanks always. Amen.
 
 
By St. Nikolai Velimirovich

It Is Better To Bear Five Crosses Than One


From the counsels of Elder Paisios the Athonite:

 
 
 
 
- Elder, the little cross you gave me to wear continually helps me with difficulties.

- See, such little crosses are our own crosses, like the ones hanging around our necks and protecting us in our lives. What, do you think we have large crosses?

Only the Cross of our Christ was very heavy, because Christ out of His love for us people did not want to use for Himself His divine power.

Further He lifts the crosses of the whole world and He reduces the pains of our tests with His divine help and sweet consolation.

The Good God economizes for each person a cross analogous with his resistance, not to be tortured, but to be raised from the cross to Heaven - because in essence the cross is a ladder to Heaven.

If we understood the treasure we gather from the pain of testing, we would not murmur, but glorify God while lifting the little cross given to us, so that in this life we will rejoice, and in the next life we will receive retirement and a "lump sum".

God has secured for us estates there in Heaven. But when we ask that God spare us from testing, He gives these estates to others and we lose them. However, if we have patience, He will give with interest.

Blessed is the one who suffers here, because, the more one struggles in this life, so much more he will be helped in the next, having repaid for his sins.

The crosses of testing are higher than "talents", the charisms, which are given from God. Blessed is the one who has not one cross but five. Some suffering or a martyric death is clean payment.

So in every test, let us say: "Thank you, my God, because this was needed for my salvation."

The Passport To Paradise


"For anyone to enter sweet Paradise they must eat many bitter things here, in order to have the passport of trials in their hands."

- Elder Paisios the Athonite

Ο διάβολος, ο μοναχός και ο AΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ




Ο Αββάς Μακάριος όταν κατοικούσε στην Πανέρημο ήταν ο μόνος αναχωρητής σε αυτή, ενώ παρακάτω ήταν άλλη έρημος με περισσοτέρους αδελφούς.
Παρατηρούσε ο γερών την οδό, και βλέπει το Σατανά με μορφή ανθρώπου να περνά δίπλα του καθώς ανέβαινε. Φαινόταν να φορά κεντητό χιτώνα από λίνο διάτρητο και από κάθε τρύπα κρεμόντουσαν φιαλίδια. Και του λέγει ο μεγάλος γέροντας.
-Που πηγαίνεις; Και του είπε.
-Πηγαίνω να υπενθυμίσω τους αδελφούς.
Ο δε γέρων του λέει.

-Και τι σου χρειάζονται αυτά τα φιαλίδια;
Και είπε.

-Φέρνω γεύματα στους αδελφούς.
Και είπε ο γέρων.

-Και όλα αυτά;
Αποκρίθηκε ο Σατανάς.
-Ναι. Εάν δεν αρέσει σε κάποιον το ένα, φέρω το άλλο, Εάν δε ούτε τούτο, του δίνω το άλλο.
Οπωσδήποτε από αυτό κάποιο θα του αρέσει.
Και αφού είπε αυτά έφυγε. Ο δε γέρων εξακολουθούσε να παρατηρεί τους δρόμους, μέχρι που επέστρεψε εκείνος. Και καθώς τον είδε ο γέρων του λέει.
-Να σωθείς.
Αυτός αποκρίθηκε.

-Που μπορώ να σωθώ; Του λέει ο γέρων.

-Γιατί; Αυτός του απαντά.
-Γιατί όλοι μου έγιναν άγριοι και κανένας δεν με ανέχεται.
Του λέει ο γέρων.

-Δεν έχεις λοιπόν εκεί κανένα φίλο;
Αυτός του λέει. Ναι, έχω ένα φίλο και αυτός τουλάχιστον με υπακούει και όταν με βλέπει στρέφεται σαν ανέμη.
Του λέει ο γέρων.

-Και πώς λέγετε ο αδελφός;
Αυτός του απαντά.

-Θεόπεμπτος.
Όταν είπε αυτά έφυγε. Και αφού σηκώθηκε ο αββάς Μακάριος, πηγαίνει στην παρακάτω έρημο.
Και μόλις έμαθαν οι αδελφοί, πήραν βάια και εξήλθαν να τον υποδεχτούν. Και μάλιστα ο καθένας ευπρεπιζόταν, νομίζοντας ότι ο γέρων επρόκειτο να καταλύσει σε αυτόν.
Αυτός όμως ζητούσε να μάθη ποιος ήταν στο όρος που ονομάζονταν Θεόπεμπτος. Και, όταν τον βρήκε, μπήκε στο κελί του. Ο Θεόπεμπτος τον υποδέχτηκε χαρούμενος. Όταν δε άρχισε να εξοικειώνεται μαζί του, λέει ο γέρων.
-Πώς πηγαίνουν τα προβλήματα σου αδελφέ;
Αυτός του είπε.

-Με τις ευχές σας καλά.
Είπε ο γέρων.

-Μήπως σε πολεμούν οι λογισμοί;
Αυτός είπε.

-Για την ώρα καλά είμαι. Γιατί φοβόταν να πει. Του λέει ο γέρων.
-Ιδού πόσα χρόνια είμαι ασκητής και τιμούμε από όλους, κι εμένα το γέροντα ενοχλεί το πνεύμα της πορνείας.
Αποκρίθηκε ο Θεόπεμπτός λέγοντας.

-Πράγματι κι εμένα Αββά.
Ο δε αββάς προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούν, μέχρι να τον κάνει να ομολογήσει. Μετά του λέει.
-Πώς νηστεύεις;

-Μέχρι την ένατη ώρα του λέει.
Του λέει ο γέρων.
-Νήστευε έως το βράδυ, κάνε άσκηση και αποστήθιζε το Ευαγγέλιο και τις άλλες γραφές, και αν σου έλθει λογισμός, μην προσέξεις ποτέ κάτω, αλλά πάντοτε επάνω και αμέσως ο Κύριος θα σε βοηθήσει.
Και αφού σταύρωσε ο γέρων τον αδελφό, πήγε στην δική του έρημο. Και παρατηρώντας πάλι βλέπει τον δαίμονα και του λέει.
-Που πάλι πηγαίνεις; Να υπενθυμίσω τους αδελφούς του λέει. Και έφυγε.
Όταν επέστρεφε του λέει ο άγιος.
-Πως πηγαίνουν οι αδελφοί; Αυτός του λέει.

-Κακώς. Ο δε γέρων του λέει.

-Γιατί; Και απάντησε.

-Είναι όλοι άγριοι, και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και αυτός που είχα φίλο υπάκουο, δεν γνωρίζω πώς, διαστράφηκε και δεν υπακούει, αλλά έγινε αγριότερος από όλους, και ορκίσθηκα να μην ξαναπατήσω εκεί, παρά μόνο έπειτα από πολύ χρόνο.
Και αφού είπε έτσι, αναχώρησε, αφήνοντας τον γέροντα.
Και ο άγιος εισήλθε στο κελί του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...