Saturday, April 20, 2013

Με τη σιωπή, την ανοχή και την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά (Αγιος Πορφύριος )




Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Ούτε και με τις υποδείξεις. Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρη, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει, να τους διεγείρει προς το θείο έρωτα.
Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους. Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνομε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουν στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.
Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά μπαίνετε στο βάθος, στη ψυχή της.
Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλομε εμείς να γίνομε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ’ τους άλλους κι επιμένομε σ’ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της.
Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει, δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνον εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού, αλλιώς δεν μπορείς να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι’ αυτόν.
Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχθεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία.


Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Reading in Communion


 




“Seeing they do not see and hearing they do not hear…” (Matt. 13:13)

This is Jesus’ description of those who encountered Him but did not understand. Just because we see something doesn’t mean we see it. Just because we hear something doesn’t mean we’ve heard it. This is particularly true of Holy Scripture. Just because we read it doesn’t mean we’ve read it.

Why do we read the Scriptures?

I assume that anyone who is “reading the Scriptures” is, in fact, a believing Christian, otherwise they would just be reading a collection of ancient writings held in esteem by Christians. For the books of the Bible to be “Scripture” is to say that they are considered somehow inspired and somehow authoritative. But to read them as Scripture also asks the question: “Whose Scripture?” The answer is, “The Christian Community’s – the Church’s.”

Some point famously to Paul’s admonition to Timothy:


All Scripture is given by inspiration of God, and is profitable for doctrine, for reproof, for correction, for instruction in righteousness, that the man of God may be complete, thoroughly equipped for every good work (2 Tim. 3:16-17).

However, this is the admonition of an Apostle to a Bishop. “Doctrine” (“teaching”) is not the task of every Christian. Instead we are told that not many of us should be teachers (James 3:1). St. Paul urges believers at various times to give heed to the “doctrine” that they have received (Romans 16:17; 1 Timothy 1:3; 1 Timothy 4:6; etc.).

In our modern culture, many Christians act as though they have a major task in life to learn doctrine, meaning to once again study the Scriptures and come to their own conclusions about everything under the sun. It is as though Martin Luther was reincarnated multiple times in every generation.

Doctrine, sound teaching, is the “pattern” of teaching which has been delivered (traditioned) to us. We find witnesses to this teaching in the Fathers from the first century forward. The reading of Scripture is not the means whereby we arrive at sound doctrine – sound doctrine is the means whereby we rightly read the Scriptures. The Christian reading of Holy Scripture is a “doctrinally-ruled” reading. We do not come to the Scriptures to decide whether the Nicene Council “got it right.” Without a knowledge of doctrine, much of Scripture will remain closed to the reader.

But there are ways of reading Scripture that are appropriate and generally essential to the Christian life. “Search the Scriptures, for in them you think you have eternal life, and these are they which testify of me,” Christ says (John 5:39).

The most appropriate and life-giving manner of reading the Scriptures is to read them as a means of communion (koinonia) with God. Communion with God, sharing in His Life even as He shares in ours, is the means and the goal of salvation. Everything in the Christian life – indeed, the whole purpose of human life – is communion with God. Sin is the breaking of this communion, while salvation is its restoration. All of the sacraments have the one purpose of communion with God, whether manifest as Eucharist, Healing, Ordination, Baptism, etc. The only purpose of prayer is communion with God, for we do not speak to God to inform Him of what He already knows nor to convince of what He is already going to do. We are taught to “pray without ceasing” (1 Thess. 5:17), because communion “without ceasing” is the very definition of the Christian life.

So how do we read for the purpose of communion? St. Isaac of Syria says this:


The course of your reading should be parallel to the aim of your way of life…. Most books that contain instructions in doctrine are not useful for purification. The reading of many diverse books brings distraction of mind down on you. Know, then, that not every book that teaches about religion is useful for the purification of the consciousness and the concentration of the thoughts.

In our democratic culture, we find it offensive that anyone should be forbidden to read anything. I would only point to the spiritual abuse found on any number of “Orthodox” websites in which serious matters, originally written for monastics or for the guidance of clergy are tossed about for even the non-Orthodox to read. As if the canons of the Church were meant for mass consumption!

Parents who care about the health of their children usually follow some regimen in the course of their young lives when it comes to feeding them. “Milk and not stong meat” is the Scriptural admonition for those who are young in the faith. St. James offers this warning:


Let not many of you become teachers, my brethren, for you know that we who teach shall be judged with greater strictness(3:1).

And St. Peter’s Second Epistle offers this:


So also our beloved brother Paul wrote to you according to the wisdom given him, speaking of this as he does in all his letters. There are some things in them hard to understand, which the ignorant and unstable twist to their own destruction, as they do the other scriptures (3:15-16).

It’s not that Scripture or Canons or books of doctrine are to be avoided or forbidden – rather, that we should learn to read with wisdom in an effort to grow spiritually and not in an effort simply to gain knowledge of a questionable sort.

St. Isaac’s observation is that we give attention first to “purification of the consciousness and concentration of thoughts.” By such phrases he refers primarily to the daily regimen of what we read and how we pray (as well as fasting and repentance) towards the goal of overcoming the passions. Only someone who is not himself ruled by the passions is ready to safely guide someone else beyond those same rocks. Anger and condemnation, pride and superiority are marks of the passions. The passions cannot read the Scriptures and the Traditions rightly, nor offer them to others without doing harm. The same can be said about most argumentation. Reading for the sake of feeding our opinions is actuallyspiritually harmful.

So, to follow St. Isaac’s guidance, we are reading rightly when our reading is an integral part of a life whose single goal is communion with God. Obviously, “single goal” is the end of the game. On a daily basis we build towards that goal.

Reading with communion as a goal does not mean we avoid information (when we read), but that gathering information is not our primary purpose. Before the Divine Liturgy, as I enter the altar, I recite the portion of Psalm 5 appointed for priests:


I will enter Thy house, I will worship toward Thy holy temple in the fear of Thee. Lead me, O Lord, in Thy righteousness because of my enemies; make my way straight before Thee. For there is no truth in their mouth; their heart is destruction, their throat is an open sepulcher, they flatter with their tongue. Judge them, O God, let them fall by their own counsels; because of their many transgressions cast them out, for they have rebelled against Thee. But let all who take refuge in Thee rejoice, let them always sing for joy; and do Thou dwell in them, that those who love Thy name my exult in Thee. For Thou blessest the righteous, O Lord, Thou coverest us with good will as with a shield.

How can I read this as communion? About whom am I speaking? This is roughly how I read this in my heart:


I will enter my heart [that place where God dwells], I will acknowledge that it is You who dwell in me. Lead me rightly, O Lord, because of the wicked thoughts within me [my enemies]….My thoughts [logismoi] have no truth in them – they think only of destruction. They are like an open grave….Let me sing with joy in my heart – where You dwell. Let me exult in Your name. For those who rejoice in the Name of Jesus will exult and be blessed. You protect them with Your good will.

And I follow these thoughts into my heart. There I find communion with God – distractions flee away. There have been other times in my priesthood when I recited this Psalm as though it were a meditation of God protecting me from other people – particularly those about whom I felt anxious, or whom, in my neurosis, I imagined to be enemies. Such a reading (close to a literal reading) was not only useless, but left me deeper in darkness than I had been before I began my day.

Devotional reading tends to be slow, and often of short duration. For many books that I read – I can only take in a few pages a day.

Contrary to our popular self-conception, we are not a culture that values learning. We are a culture that values opinion, and opinion as entertainment (God save us from the pundits!). Dilettantism plagues us. If we want to be Christians, we must start with the small things and the practices that make for proper discipleship and “let not many of us become teachers.” Let many of us become those who pray, who fast, who repent, who forgive even their enemies and through the grace of God come to know the stillness within which God may be known.

Εμείς οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στην παντογνωσία του Θεού υπήρχαμε προ των αιώνων.--Γέροντας Πορφύριος

Εικόνα:apantaortodoxias.blogspot.gr

Σχόλιο Γ.Θ : Η Εκκλησία. Το κάστρο, που μας εκτοξεύει στον Ουρανό. Το παράθυρο, που έχει θέα στον Τρίτο Ουρανό. Αν νιώθαμε το βάθος της Εκκλησίας, θα ζούσαμε από τώρα τον Παράδεισο! Βάλτε στην καρδιά σας τα λόγια του πατέρα Πορφύριου παρακάτω και, αφού τα διαβάσετε προσεκτικά, ξαναδιαβάστε τα και κάντε τα βίωμα.
Τα προβλήματά σας τότε δεν θα λυθούν, αλλά θα καταργηθούν. Θα νιώσετε, ότι τα καλύτερα είναι μπροστά μας και μας περιμένουν στη χώρα της Αιωνιότητας!
Η Εκκλησία είναι άναρχη, ατελεύτητη, αιώνια, όπως ο ιδρυτής της, ο Τριαδικός Θεός, είναι άναρχος, ατελεύτητος, αιώνιος.
Η Εκκλησία είναι άκτιστη, όπως και ο Θεός είναι άκτιστος. Υπήρχε προ των αιώνων, προ των αγγέλων, προ της δημιουργίας του κόσμου. “Προ καταβολής κόσμου”, λέγει ο Απόστολος Παύλος. Είναι θείο καθίδρυμα και σ’ αυτήν «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος». Είναι έκφραση της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού. 
Είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Υπήρξε αφανέρωτο και εφανερώθη «επ’ εσχάτων των χρόνων». Η Εκκλησία παραμένει απαρασάλευτη, γιατί είναι ριζωμένη στην αγάπη και στη σοφή πρόνοια του Θεού. Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στη σκέψη και στην αγάπη του Τριαδικού Θεού υπήρχαν απ’ αρχής και οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Εμείς οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στην παντογνωσία του Θεού υπήρχαμε προ των αιώνων.
603524_2910079811473_2020410814_n
Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Η αγάπη του Θεού μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Μας συμπεριέλαβε στην Εκκλησία παρ’ ότι εγνώριζε την αποστασία μας. Μας έδωσε τα πάντα, για να μας κάνει κι εμάς θεούς κατά χάριν και δωρεάν. Εν τούτοις εμείς, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας μας, εχάσαμε το αρχέγονον κάλλος, την αρχέγονη δικαιοσύνη και αποκοπήκαμε απ’ την Εκκλησία. Έξω απ’ την Εκκλησία, μακριά απ’ την Αγία Τριάδα, εχάσαμε τον Παράδεισο, το παν. Έξω, όμως, απ’ την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει ζωή. Γι’ αυτό η σπλαχνική καρδιά του Θεού Πατέρα μας δεν μας άφησε έξω απ’ την αγάπη Του. Άνοιξε για μας πάλι τις πύλες του Παραδείσου, επ’ εσχάτων των χρόνων και εφανερώθη εν σαρκί.
Με τη θεία σάρκωση του μονογενούς Υιού του Θεού φανερώθηκε πάλι στους ανθρώπους το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Θεός εν τη απείρω αγάπη Του μας ένωσε πάλι με την Εκκλησία Του στο πρόσωπο του Χριστού. Μπαίνοντας στην άκτιστη Εκκλησία, ερχόμαστε στον Χριστό, μπαίνομε στο άκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι εμείς οι πιστοί να γίνομε άκτιστοι κατά χάριν, να γίνομε μέτοχοι των θείων ενεργειών του Θεού, να μπούμε μέσα στο μυστήριο της θεότητος, να ξεπεράσομε το κοσμικό μας φρόνημα, να αποθάνομε κατά «τον παλαιό άνθρωπον» και να γίνομε ένθεοι. Όταν ζούμε στην Εκκλησία, ζούμε τον Χριστό. Αυτό είναι πολύ λεπτό θέμα, δεν μπορούμε να το καταλάβομε. Μόνο το Άγιον Πνεύμα μπορεί να μας το διδάξει.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, σελ. 193. Έκδοση 6η

Ορθόδοξη ψαλμωδία

A Miracle of the Holy Cross in Africa (Congo)–Θαύμα του Τιμίου Σταυρού στην Αφρική




Στην Αφρική (Κογκό)

Απίθανα πράγματα συμβαίνουν στο Κονγκό…

Απίθανα πράγματα συμβαίνουν στο Κονγκό, διηγήθηκε σε πολυάριθμο ακροατήριο στην αίθουσα ομιλιών στην Ιεραποστολή της Κανάνγκα ο κληρικός π. Βασίλειος Muamba. Είναι αυθεντικά και εύλαλα!

Ο π. Βασίλειος διηγήθηκε:

«Το 1996 έκανα ένα ιεραποστολικό ταξίδι στο Dimbelenge, συνοδευόμενος από ένα αγόρι, ψάλτη του Κέντρου της Ιεραποστολής της Κανάνγκα, και ένα άλλο αγόρι που ήρθε μαζί μας στο δρόμο.

Όταν φτάσαμε, συναντήσαμε τους παλιούς πιστούς που είχα βαπτίσει την περασμένη χρονιά και κάποιους που περίμεναν να βαπτιστούν τώρα. Μας έδωσαν ένα σπίτι για να περάσουμε τις μέρες που θα μέναμε κοντά τους.

Ανάμεσα σ’ αυτούς που περίμεναν το βάπτισμα, υπήρχε κάποιος άνδρας ο οποίος με μαγικό τρόπο έστελνε κεραυνούς, και είχε ήδη σκοτώσει πολλούς ανθρώπους…

Ο παραδοσιακός αρχηγός του χωριού τον είχε τιμωρήσει απαγορεύοντάς τον να πίνει νερό από το ποτάμι της περιοχής Mukamba.



Βάπτισα όσους περίμεναν το βάπτισμα κι ανάμεσά τους κι αυτόν το μάγο.

Το βράδυ ζύμωσα και άφησα το πρόσφορο για τη Θεία Λειτουργία της επομένης. Πήγαμε και οι τρεις να κοιμηθούμε.

Κατά τις 4 το πρωί ένας δυνατός άνεμος άρχισε να φυσά που έκανε να κουνιέται όλο το σπίτι. Πετάχτηκα απ’ τον ύπνο και άκουσα τα δύο παιδιά – συνοδούς μου να κλαίνε και να φωνάζουν:

- Πάτερ πεθαίνουμε, ελάτε να μας σώσετε.

Άκουγα τα παιδιά, όμως δεν μπορούσα να κουνηθώ και να φτάσω στο δωμάτιο των παιδιών. Κατάλαβα ότι ήμουν ζωντανός γιατί ένιωθα το κεφάλι μου. Όμως όλο το σώμα ήταν παράλυτο.

Είχα μαζί μου ένα σταυρό που ο αείμνηστος π. Χαρίτων μου έδωσε κάποτε στην Τσικάμβα. Τον είχα τοποθετήσει από το βράδυ πάνω στο τραπέζι. Σκέφτηκα να τον πάρω και να κάνω προσευχή. Όμως δεν μπορούσα να απλώσω το χέρι μου.

Τα παιδιά συνέχιζαν να κλαίνε πιο δυνατά. Έφερα με δυσκολία το χέρι πάνω στο πόδι μου, έκανα το σημείο του σταυρού και κατάλαβα ότι μπορώ να κουνηθώ.

Κάθισα στο κρεβάτι με τα πόδια κρεμασμένα, αλλά ο άνεμος με πέταγε από τον ένα τοίχο στον άλλο του δωματίου. Με δυσκολία, χτυπώντας πέρα-δώθε βγήκα από το δωμάτιο, πέρασα στη βεράντα όπου είδα το μηχανάκι μου πεταμένο, αναποδογυρισμένο στην άκρη της βεράντας, και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο των παιδιών.

Μπήκα μέσα, τα έπιασα από το χέρι, τα ρούχα τους ήταν ξεσκισμένα, σχεδόν γυμνά, έκαναν εμετό και είχαν διάρροια. Ήταν περίπου 6 η ώρα το πρωί.

Υπήρχε μέσα στην αυλή του σπιτιού ένας νυχτερινός φύλακας που κατοικεί με όλη την οικογένειά του σ’ ένα σπίτι στο ίδιο οικόπεδο. Αυτός είχε ακούσει όσα συνέβαιναν στο δικό μας σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να μας πλησιάσει για βοήθεια. Έβγαλα τα παιδιά έξω και τους είπα να μείνουν στη βεράντα και εγώ ξαναμπήκα στο σπίτι.

Άρχισα να καλώ το φύλακα με το όνομά του. Κάποια στιγμή έφτασε. «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ αυτά που συμβαίνουν;», τον ρώτησα. «Μήπως κατάλαβες τι έγινε όλο το πρωί;».

«Τα άκουσα όλα», μου είπε «αλλά δεν έβρισκα τη δύναμη για να έρθω κοντά σας».

Τον παρακάλεσα να πάει να καλέσει κάποιους συγγενείς μου, που κατοικούν σ’ αυτήν την περιοχή, και τους πιστούς. Το πρωί έπρεπε να τελέσω τη Θεία Λειτουργία. Ήρθαν πολλοί πιστοί και κάποιοι μου είπαν:

«Όλα αυτά που συνέβησαν τη νύχτα, έγιναν γιατί βάπτισες χτες τον αρχηγό των “κεραυνοβόλων μάγων” πού έριχνε τούς κεραυνούς. Οι φίλοι του ( άλλοι μάγοι ), σκέφτηκαν: «Θα πειράξουμε και θα δοκιμάσουμε τώρα, αυτόν που βάπτισε τον αρχηγό μας».

Βγήκα για μια στιγμή έξω από το χώρο που θα τελούσα σε λίγο τη Θεία Λειτουργία. Κάποιοι πιστοί και κάποιοι χωρικοί αβάπτιστοι μου είπαν:

«Πάτερ, θέλησαν να σας σκοτώσουν ( όπως κάνανε καί μέ τούς άλλους ), όμως δεν τα κατάφεραν. Πιστεύουμε κι εμείς ότι ο Θεός σας είναι δυνατός, αληθινός. Ζητάμε, λοιπόν, να μας βαπτίσετε κι εμάς όλους».

Τους βάπτισα και ο αρχηγός των «κεραυνοβόλων» ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ, ότι ο Θεός μας είναι ο αληθινός Θεός.

Τέλειωσε το ταξίδι και επέστρεψα στην Κανάνγκα.

Όταν θα έκανα το επόμενο ταξίδι, ο Επίσκοπος μου έδωσε ένα σταυρό λέγοντάς μου:

«Όταν φτάσεις, θα ρίξεις αυτό το σταυρό στο ποτάμι της περιοχής και θα πεις στους πιστούς να κολυμπήσουν, να τον βρουν και να σου τον φέρουν».

Έριξα το σταυρό. Πολλοί πιστοί έπεσαν στο ποτάμι να τον βρουν. Αυτός που τον βρήκε και μου τον έφερε ήταν ο αρχηγός των «κεραυνοβόλων μάγων» που είχα βαπτίσει στο προηγούμενο ταξίδι !

Επέστρεψα στην Κανάνγκα.

Στις γιορτές του Πάσχα, κάποιοι πιστοί του Dibelenge και ανάμεσά τους ο αρχηγός των «κεραυνοβόλων» ήρθαν για να γιορτάσουν στο Κέντρο της Ιεραποστολής.

Παρουσίασα στον Επίσκοπο τον πιστό που βρήκε το σταυρό και ο Επίσκοπος του έδωσε ένα δώρο.

Είχε τη συνήθεια να περπατά ξυπόλητος και τώρα άρχισε να φοράει παπούτσια. Άρχισε επίσης να πίνει νερό από το απαγορευμένο γι’ αυτόν ποτάμι».

† Ο Κεντρώας Αφρικής Ιγνάτιος

Πηγή
A Miracle of the Holy Cross in Africa (Congo)



By Metropolitan Ignatios of Central Africa

Amazing things are happening in Congo, said Father Basil Muamba to a large audience in the lecture hall of Kananga Mission. They are authentic and leave one speechless!

Fr. Basil recounted:

"In 1996 I made a missionary trip to Dimbelenge, accompanied by a boy who was a chanter in the Center of the Mission of Kananga, and another boy who came with us on the road.

When we arrived we met the old faithful who I had baptized last year and some were waiting to be baptized now. They gave us a house to spend our days while we were living near them.

Among those awaiting baptism, there was a man who in a magical way was able to bring down lightning, and he had already killed many people.

The traditional chief of the village had punished him by forbidding him to drink from the local river Mukamba.

I baptized all of those who waited for baptism and among them was the magician.

In the evening I kneaded and left the prosphoron (offering bread) for the Divine Liturgy the next day. All three of us then went to sleep.

At around 4 o’clock in the morning a strong wind began to blow, which made the entire house shake. I jumped from the bed and heard the two children who escorted me crying and shouting:

‘Father, we are dying, come and rescue us!’

I heard the kids, but I could not move to get to the children’s room. I realized I was alive because I could feel my head. But my entire body was paralyzed.

I had with me a Cross that the late Fr. Chariton gave me once in Tsikamva. In the evening I had placed it on the table. I thought of getting it and praying. But I could not reach out my hand.

The children continued to cry louder. With difficulty I brought my hand on my leg, I did the sign of the cross, and realized that I could now move.

I sat on the bed with my legs hanging, but the wind was throwing me from one wall to another room. With difficulty, knocking back and forth, I got out of the room and went to the porch where I saw my bike thrown upside down on the edge of the porch, and immediately went to the children’s room.

I went inside, grabbed them by the hand, their clothes were torn leaving them almost naked, and they vomited and had diarrhea. It was about 6 o’clock in the morning.

In the courtyard of the house was a night guardian who resides with his entire family in a house on the same plot. He had heard what was happening in our house, but could not approach us to help. I took the kids outside and told them to stay on the porch and I reentered the house.

I started to call the name of the security guard. At one point, he arrived. ‘You do not understand anything that was happening?’ I asked. ‘Do you perhaps understand what happened all morning?’

‘I heard everything’, he told me, ‘but I did not have the strength to come near to you.’

I begged him to go and call some of my relatives, who lived in the area, as well as the faithful. In the morning I had to celebrate the Divine Liturgy. Many of the faithful came and told me:

‘All that happened in the night happened because you baptized yesterday the leader of the thunderers magicians who was able to throw lightning. His friends (other magicians) thought: We will agitate and put through a trial now the one who baptized our leader.’

I stepped out for a moment from the space in which I was about to celebrate the Divine Liturgy. Some of the faithful and a few unbaptized villagers said to me:

‘Father, they wanted to kill you (like they did the others), but they were unable to. We also believe that your God is mighty, true. We ask you, therefore, to baptize all of us.’

I baptized them and the leader of the ‘thunderers’ was strengthened even more, that our God is the true God.

I finished the trip and returned to Kananga.

When I was to make my next trip, the Bishop gave me a Cross, saying: ‘When you arrive, throw this Cross in the river of the area, and you will tell the faithful to swim, find and return to you the Cross.’

I threw the Cross. Many of the faithful fell into the river to find it. The one who found it and returned it to me was the leader of the ‘thunderers’ who had come to celebrate at the Center of the Mission.

I presented to the Bishop the faithful one who retrieved the Cross and the Bishop gave him a gift.

He had the habit of walking barefoot, but now began to wear shoes. He also began drinking water from the river that was forbidden to him."

Το θέλημα του Θεού και η ζωή μας-- Αγίου Σιλουανού




Όταν η χάρη είναι μαζί μας , είμαστε δυνατοί στο πνεύμα . Όταν όμως την χάσουμε , βλέπομε την αδυναμία μας , βλέπομε πως χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε το καλό . Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ; Να η ένδειξη : Αν στενοχωριέσαι για κάτι , αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού , έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού . Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού , αυτός δεν μεριμνά για τίποτε . Κι αν κάτι του χρειάζεται , παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό . Κι αν πάρει ότι θέλει , μένει ήρεμος , σαν να το είχε . Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτε : ούτε θύελλες ούτε ληστές ούτε τίποτα άλλο . ‘Ότι κι αν έλθει , λέγει : «Έτσι ευδοκεί ο Θεός» , κι έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα . Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζομε τις θλίψεις με ελπίδα . Ο Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας . Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές , αυτό σημαίνει πως δεν έχομε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού . …



… Όποιος κάνει το θέλημα του Θεού , είναι ευχαριστημένος με όλα , έστω κι αν είναι φτωχός και ίσως ασθενής και πάσχει , γιατί τον ευφραίνει η χάρη του Θεού . Όποιος όμως δεν είναι ικανοποιημένος με την μοίρα του και γογγύζει για την αρρώστια του ή εναντίον εκείνου που τον προσέβαλε , αυτός να ξέρει πως κατέχεται από υπερήφανο πνεύμα και έχασε την ευγνωμοσύνη για τον Θεό . Αλλ ‘ ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση μη στενοχωριέσαι , αλλά ζήτησε μ ‘ επιμονή από τον Κύριο πνεύμα ταπεινό . Κι όταν έλθει σ ‘ εσέ το ταπεινό Πνεύμα του Θεού που αναζητάς , τότε θα Τον αγαπήσεις και θα έχεις βρει ανάπαυση , παρ ‘ όλες τις θλίψεις σου . Ψυχή που απέκτησε την ταπείνωση θυμάται πάντα τον Θεό και αναλογίζεται : «Ο Θεός με έκτισε ΄ έπαθε για μένα ΄ συγχωρεί τις αμαρτίες μου και με παρηγορεί ΄ με τρέφει και φροντίζει για μένα . Γιατί λοιπόν να μεριμνώ εγώ για τον εαυτό μου ή τι έχω να φοβηθώ , έστω κι αν με απειλή ο θάνατος» . …

… Κάθε ψυχή που ταράζεται από οποιαδήποτε αιτία πρέπει να καταφεύγει στον Κύριο και ο Κύριος θα την καθοδηγήσει . Αυτό όμως γίνεται κυρίως σε καιρό συμφοράς και απροσδόκητου συγχύσεως – κανονικά πρέπει να ρωτάμε τον πνευματικό , γιατί αυτό είναι ταπεινότερο . …

Και όλα , όλα δίνουν τότε αγάπη στην καρδιά , διότι όλα είναι του Θεού. Ο Κύριος νουθετεί με το έλεος Του τον άνθρωπο , για α δέχεται μ ‘ ευγνωμοσύνη τις θλίψεις . Ποτέ σ ‘ όλη μου τη ζωή , ούτε μια φορά δεν εγόγγυσα για τις θλίψεις , αλλά τα δεχόμουν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού και πάντα Τον ευχαριστούσα και γι ‘ αυτό ο Κύριος μου έδωσε να υπομένω ελαφρά τον αγαθό ζυγό Του . Όλοι οι κάτοικοι της γης υφίστανται αναπόφευκτα θλίψεις . Και παρόλο που δεν είναι μεγάλες οι θλίψεις που παραχωρεί ο Κύριος , όμως φαίνονται στους ανθρώπους αφόρητες και συντριπτικές . Κι αυτό γίνεται , διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού και να παραδοθούν στο θέλημά Του . Όσοι όμως άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού , αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού , τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια . Όταν η Παναγία βρισκόταν κοντά στον Σταυρό , η θλίψη Της ήταν ακατάληπτα μεγάλη , επειδή Αυτή αγαπούσε τον Υιό της περισσότερο απ ‘ ότι μπορεί κανείς να φαντασθεί . Κι εμείς ξέρομε πως όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη , τόσο μεγαλύτερη είναι και η λύπη . Κατά την ανθρώπινη φύση η Θεοτόκος δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να μην υποκύψει στις θλίψεις Της ΄ παραδόθηκε όμως στο θέλημα του Θεού και το Άγιο Πνεύμα Την ενίσχυσε ν ‘ αντέξει στον πόνο της . Μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Παναγία έγινε η μεγάλη παρηγοριά στις θλίψεις για όλο τον λαό του Θεού . Ο Κύριος έδωσε επί γης το Άγιο Πνεύμα και όσοι Το έλαβαν αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους . Ίσως πεις : Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη ; Διότι συ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού , αλλά ζεις κατά δικό σου θέλημα . Παρατηρήστε εκείνον που αγαπά το θέλημά του . Αυτός δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή και δεν ευχαριστιέται με τίποτε ΄ γι ‘ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν έπρεπε . Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού , έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπά τον Κύριο .

Έτσι δόθηκε στον Θεό η Υπεραγία Παρθένος : «Ιδού η δούλη Κυρίου ΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» . Αν λέμε κι εμείς το ίδιο : «Ιδού ο δούλος Κυρίου ΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» , τότε τα Ευαγγελικά λόγια του Κυρίου , που εγράφτηκαν με το Άγιο Πνεύμα , θα ζούσαν μέσα στις ψυχές μας , η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ ‘ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία . Αλλά παρόλο που τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ ‘ όλη την οικουμένη , οι άνθρωποι όμως δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν . Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού , αυτός θα δοξασθεί και στον ουρανό και στη γη . Όποιος παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού , απασχολείται μόνο με τον Θεό . Η χάρη του Θεού τον βοηθά να παραμένει στην αδιάλειπτη προσευχή . Κι όταν ακόμα εργάζεται ή μιλάει , η ψυχή του είναι απορροφημένη από τον Θεό και γι ‘ αυτό ο Κύριος την πήρε υπό την προστασία Του .

Αλλά κι οι δαίμονες ακόμα φοβούνται την πράη και ταπεινή ψυχή , που τους νικά με την υπακοή , την εγκράτεια και την προσευχή . Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι Τον παρέδωσαν στον Πιλάτο για να σταυρωθεί . Κι αυτό γιατί δεν προσεύχονταν και δεν ζητούσαν από τον Θεό σύνεση , πώς και τι να κάνουν . Έτσι , πολλές φορές οι κυβερνήτες και γενικά οι άνθρωποι ζητούν μεν το αγαθό , αλλά δεν ξέρουν που είναι αυτό το αγαθό . Δεν ξέρουν πώς το αγαθό βρίσκεται στον Θεό και μας δίνεται από τον Θεό . Είναι ανάγκη να προσευχόμαστε πάντοτε , για να μας νουθετεί ο Κύριος τι και πώς πρέπει να κάνομε , και ο Κύριος δεν θα επιτρέψει να παραπλανηθούμε . Ο Αδάμ δεν είχε τη σύνεση , να ρωτήσει τον Κύριο για τον καρπό που του έδωσε η Εύα , και γι ‘ αυτό έχασε τον Παράδεισο . Ο Δαβίδ δεν ερώτησε τον Κύριο : «Θα ήταν άραγε καλό για μένα να πάρω τη γυναίκα του Ουρία ;» κι έπεσε στα αμαρτήματα του φόνου και της μοιχείας . Έτσι κι όλοι οι άγιοι που αμάρτησαν , αμάρτησαν γιατί δεν επεκαλούντο τη βοήθεια του Θεού για να τους φωτίσει . Ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ είπε : «Όταν μιλούσα από το νου μου , συνέβαιναν λάθη» . Υπάρχουν όμως και αναμάρτητα λάθη που οφείλονται στην ατέλεια του ανθρώπου . Τέτοια βλέπομε ακόμη και στην Παναγία . Λέγεται στο Ευαγγέλιο πώς όταν επέστρεφε η Παναγία με τον Ιωσήφ από την Ιερουσαλήμ , ενόμισε πώς ο Υιός της βάδιζε μαζί με τους συγγενείς ή τους γνωστούς … Και μόνο μετά τριών ημερών αναζήτηση Τον βρήκαν στο Ιερό των Ιεροσολύμων να συνομιλεί με τους πρεσβυτέρους . Συνεπώς μόνον ο Κύριος είναι παντογνώστης , ενώ όλοι εμείς , όποιοι κι αν είμαστε , πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό ζητώντας σύνεση και να ρωτάμε τον πνευματικό μας , για ν ‘ αποφύγομε τα λάθη . …

… Πόσο φανερό είναι για μένα πώς ο Κύριος μας κατευθύνει . Χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε ούτε να σκεφθούμε το αγαθό . …

… Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών , εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη , έστω και λίγη . …

… Στενοχωρούμε και θρηνώ και οδύρομαι για τους ανθρώπους . Πολλοί σκέφτονται με απόγνωση : «Αμάρτησα πολύ : σκότωσα , λήστεψα , εβίασα , εσυκοφάντησα , ήμουν άσωτος κι έκανα κι άλλα πολλά» . Κι από την ντροπή τους δεν έρχονται στη μετάνοια . Λησμονούν όμως ότι όλες οι αμαρτίες τους είναι σαν σταγόνα μπροστά στο πέλαγος της αγάπης του Θεού . Ω αδελφοί μου , όλη η γη , μετανοείτε , όσο ακόμα είναι καιρός . Ο Κύριος γεμάτος έλεος περιμένει τη μετάνοιά μας . Και όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι περιμένουν επίσης την επιστροφή μας . …




http://iliaxtida.wordpress.com/2013/04/17/th-6/#more-12453

Συγκλονιστικός διάλογος άθεου επιστήμονα με ιερέα





Μεταφρασμένος από τον ρώσο πνευματικό αδελφό μας, Kyrilloff Alexei :

Ένας Ιερέας καθόταν στο κελί του και ξεχώριζε την αλληλογραφία του.
Ξαφνικά χωρίς την συνηθισμένη προσευχή μπήκε η νεωκόρος και ψιθύρισε πολύ έντονα σαν να έλεγε κάποιο μυστικό νέο το οποίο δεν θα’ πρεπε να ακούσει κάνεις : “Κάποιος άγνωστος φαίνεται από τους άρχοντες θέλει να σας μιλήσει. Δεν τον έχω ξαναδεί ούτε σε σας, ούτε στο ναό. Μάλλον είναι περαστικός”. “Άφησέ τον να μπει”, είπε ο ιερέας.
Μέσα στο κελί μπήκε ένας ψηλός άνδρας με ίσια κορμοστασιά που θύμιζε πρώην στρατιωτικό. Ήταν άψογα αλλά σεμνά ντυμένος. Φαινόταν σαν να ήταν σιδερωμένος μαζί με το κοστούμι του πριν βγει από το σπίτι. Ο ξένος κοίταξε ερευνητικά το δωμάτιο σαν να ήθελε να καταλάβει από την επίπλωση το πνεύμα και τον χαρακτήρα του κατόχου. Μετά χαιρέτησε, έβγαλε το καπέλο του και σταμάτησε στην πόρτα εν αναμονή για την πρόσκληση από τον ιερέα να καθίσει.
Μπορούσε κανείς να διακρίνει την αριστοκρατική παιδεία μέσα στον ξένο. Παιδεία που δημιουργείται και καλλιεργείται από γενεά σε γενεά και κληρονομείται σαν το οικόσημο. Πάρα τα χρόνια του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν όμορφος αλλά ήταν η κρύα ομορφιά του αγάλματος, ανυπάκοη στον χρόνο και στην ζεστασιά του ήλιου.


Ο ιερέας του υπέδειξε την παλιά ξεθωριασμένη πολυθρόνα προορισμένη για τους επισκέπτες και είπε : “Παρακαλώ, καθίστε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;”
Ο επισκέπτης κάθισε ακουμπώντας ελαφρά τα χέρια του στην πολυθρόνα. Δεν άρχισε να μιλάει αμέσως και έτσι ο ιερέας πρόλαβε να τον εξετάσει με το βλέμμα . Αισθανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την αξία του και είναι συνηθισμένος να εξουσιάζει τους ανθρώπους με “σιδερένιο χέρι μέσα στο βελούδινο γάντι”. Οι τρόποι του ήταν κομψά και συγκρατημένα και το πρόσωπο ξεχώριζε από έμφυτη ευγένεια.
Φαίνεται ότι ήταν από κάποιο παλιό αριστοκρατικό γένος και σταγόνες από αίμα των Ριούρικ κυλούσαν στις φλέβες του. Μόνο τα σβησμένα γυάλινα μάτια του ήταν σε δυσαρμονία με ολόκληρη εικόνα – σαν να ήταν σκεπασμένα με σκοτεινό πέπλο και έκρυβαν κάποιο μυστικό της ψυχής του. Η ματιά που έριχνε ο επισκέπτης φαινόταν στον ιερέα να μοιάζει με χτύπημα ξίφους γρήγορο και απότομο, αλλά πολύ γρήγορα έσβηνε έχανε ζωντάνια και ο ιερέας έβλεπε μπροστά του δύο κόγχες ( κρανίου).
- Ποιο είναι το πρόβλημα που σας έφερε στο ταπεινό μου κελί- ρώτησε ο ιερέας – θα χαρώ πολύ αν καταφέρω να βοηθήσω.

- Έχω κάτι μεγαλύτερο από ένα πρόβλημα – απάντησε ο επισκέπτης – έχω την αίσθηση ότι είμαι στην θηλιά και ταλαντεύομαι ανάμεσα από την ζωή και τον θάνατο. Με βασανίζει ο φόβος που μπήκε στην καρδιά μου εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο φόβος ότι μήπως και πράγματι ο Θεός υπάρχει. Η σκέψη ότι απαρνήθηκα Τον Ζωντανό Θεό με ακολουθεί σαν φάντασμα που εκδικείται για την πατροκτονία. Γεννήθηκα σε οικογένεια όπου η πίστη ήταν μόνο εξωτερική παράδοση που μοιάζει με κουφό (μουντό) μακρινό ήχο της καμπάνιας που έρχεται από το βάθος του χρόνου – συνέχιζε ο επισκέπτης. Το θέμα της θρησκείας ποτέ δεν με ενδιέφερε. Από τα νεανικά χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα είναι λυμένο άνευ όρων και τετελεσμένα… Ο Νίτσε (βλάσφημος θεομάχος) έχει ένα περίεργο διήγημα για έναν τρελό που έτρεχε στους δρόμους και φώναζε : “Ο Θεός πέθανε! Τον σκοτώσατε !” Ο τρελός θρηνούσε το θάνατο του Θεού και κανένας δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Για εμένα αυτό το διήγημα ήταν αλληγορικό – ο τρελός θρηνούσε την τρέλα του. Δεν είχα ποτέ παρόμοια συναισθήματα. Μου φαίνεται ότι γεννήθηκα ήδη άθεος. Όμως μια φορά είχα έναν εφιάλτη : ονειρευόμουν ότι ήμουν μέσα σε ένα ακυβέρνητο διαστημόπλοιο και ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ότι χάθηκα στο απέραντο διάστημα ανάμεσα από αστέρια-γίγαντες από φωτιά και πάγο. Το διάστημα έγινε η δική μου παγίδα, λαβύρινθο χωρίς διέξοδο.

Αισθανόμουν την θανατηφόρο παγωνιά και την αίσθηση απέραντης φρίκης ακόμα και όταν ξύπνησα. Για πολύ καιρό θυμόμουνα την εικόνα του διαστημόπλοιου που απομακρύνεται από την γη η οποία αρχίζει να μετατρέπεται σε μια φωτεινή κουκίδα. Τα πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή μου ήταν τα ανώτερα μαθηματικά και η φυσική που έγιναν και επάγγελμα μου. Εδώ είχα πολλές και γρήγορες επιτυχίες. Πολύ νέος είχα όλους τους ανώτερους επιστημονικούς τίτλους και ήμουν αρχηγός ενός πολύ μεγάλου ερευνητικού ιδρύματος. Δεύτερή μου αγάπη ήταν η λογοτεχνία που μου εμφύτευσαν οι γονείς. Έτσι πέρασαν πολλά ξένοιαστα χρόνια αλλά μετά συνέβη κάτι το απρόσμενο κι ακατανόητο. Σαν να άρχισε να τρέμει και να αγωνιά η γη κάτω από τα πόδια μου. Μια έμμονη σκέψη με πήρε στο κατόπι “Αν ο Θεός εντέλει υπάρχει;”! Δεν έβρισκα πουθενά την απάντηση. Οι εξισώσεις ήταν άφωνες και η λογοτεχνία που η απασχόληση της ήταν τα συναισθήματα και πάθη δεν μπορούσε να δώσει λύση σε οντολογικά προβλήματα. Με την εμφάνιση των πρώτων ανησυχιών σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού άρχισα να διαβάζω αντιθρησκευτική λογοτεχνία για να στηρίξω την απιστία μου μα αυτό μόνο με απογοήτευσε. Διάβασα τον Μπάουερ, τον Ρενάν, τον Καούτσκι όμως βαρέθηκα γρήγορα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν καμία άκρη ήταν απλώς “φτυσίματα στον ουρανό”.

Απορούσα – ” Πως μπορούσαν οι διανοούμενοι μας να καταπίνουν τέτοια διαβάσματα;” Δεν εννοούσα τον αθεϊσμό διότι παραμένω και είμαι άθεος αλλά τις λυπητερές απολογίες του. Μετά καταπιάστηκα με την φιλοσοφία αλλά και εκεί δεν έβρισκα αποδείξεις, οι λογικές συρραφές δεν ήταν γερές. Όλα αυτά τα συγγράμματα μού φαινόντουσαν σαν πύργοι χωρίς θεμέλια κρεμασμένοι στον αέρα… Περνούσαν ολόκληρες νύχτες διαβάζοντας τα υπέρ πολύπλοκα βιβλία της φυσικής και μαθηματικής θεωρίας αλλά ούτε εκεί δεν έβρισκα απάντηση. Όχι σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την λέξη “θεός” αλλά ήταν θεός που δεν άρχιζε από κεφαλαίο γράμμα. Θεός σαν δυνατότητα των αριθμών, αρχική ουσία του κόσμου, νοερουσία του σύμπαντος, αρχή της πανσυμπαντικής αρμονίας, κάποιος πρωτόγονος νους και λογική του σύμπαντος αλλά και αυτά παρέμεναν χωρίς αποδείξεις. Με έχουν παρασύρει αυτά τα συγγράμματα γιατί μου άρεσε το θάρρος της ανθρώπινης σκέψης που προσπαθούσε να πιάσει την αρχή και το τέλος της κοσμογονίας μου άρεσε η διαστημική κλίμακα των υποθέσεων που έμοιαζαν με τρέλα. Πρέπει να πω ότι πάντα θαύματα την ομορφιά της μαθηματικής. Για μένα ήταν ποίηση όπου οι αριθμοί ακούγονται σαν ρυθμοί και ομοιοκαταλήξεις και δημιουργούν στίχους και στροφές. Που οι εξισώσεις τραγουδάνε σαν χορδές του βιολιού και μαθηματικοί υπολογισμοί λάμπουν σαν αστερισμοί στον νυχτερινό ουρανό. Αϊνστάιν ήταν για μένα ο Ντοστογιέφσκι της φυσικής και ο Λομπατσεφσκί – Χλέμπνικωφ της γεωμετρίας. Όμως έπιανα τον εαυτό μου πάνω στην σκέψη ότι είμαι μαγεμένος με το παιχνίδι του μυαλού, ότι βρίσκομαι πίσω από την επιφάνεια του καθρέφτη και γυρνάω μέσα στο χορό μαζί με ύπουλες σκιές της αλήθειας. Σκεφτόμουν ότι αυτός ο θαυμασμός είναι ένα είδος διανοητικής τοξικομανίας μια απόπειρα να πνίξουν τον φόβο εμπρός στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.

- Ήρθατε σ΄εμένα – είπε ο ιερέας – για να βεβαιωθείτε για ακόμα μια φορά ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την πίστη και να καθησυχάσετε τον εαυτό σας με την ήττα μου; Εγώ όμως θα σας πω κάτι τελείως διαφορετικό : εάν μπορούσα να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού αυτό θα αποδείκνυε την ανυπαρξία του Θεού, τουλάχιστον για μένα.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα λόγια σας, – ρώτησε ο επισκέπτης,- φυγή από την απάντηση, ένα παράδοξο ρητό στο στυλ του Όσκαρ Ουάιλντ, η θέση της διαλεκτικής του Χέγκελ για την ομοιότητα των αντιθέτων;
Ο ιερέας απάντησε :

- Θα ήθελα πρώτα να σημειώσω ότι η θέση για τις ομοιότητες ανάμεσα στα αντίθετα δεν είναι του βερολινέζου καθηγητή αλλά στην πραγματικότητα η αποκρυφιστική διδασκαλία των ιερέων της Εφέσου, μυσταγωγία και μυστήριό τους. Πρώτος που το ανέβασε στην φιλοσοφική στοά από το υπόγειο του ναού της Αρτέμιδος ήταν ο Ηράκλειτος – απόγονος των ιερέων της Εφέσου ο οποίος αντάλλαξε την μύηση του ιεροφάντη με την κάπα του φιλοσόφου. Αυτή η διδασκαλία δηλώνει ότι το καλό και το κακό, φως και σκότος, πληρότητα και μηδέν, ναι και όχι, Θεός και διάβολος είναι ενωμένοι. Οι μαρξιστές λένε ότι αυτή η ομοιότητα είναι η ψυχή της “διαλεκτικής”. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ο Χεγκελισμός και ο Μαρξισμός έχουν αποκρυφιστική βάση και δαιμονική πλευρά. Το μυστήριο της διαλεκτικής είναι αιματηρή φλόγα και εκατόμβες των επαναστάσεων.
Τώρα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση σας, – συνέχισε ο ιερέας. – Εάν οι συνειδητές μου αντιλήψεις που αποτελούνται από κάποιες γνώσεις που αποκόμισα στην διάρκεια μερικών δεκαετιών, μπορούσαν να χωρέσουν, να ορίσουν και να κατανοήσουν το Απόλυτο. Τι ασήμαντο και λυπητερό θα ‘πρεπε να είναι αυτό το ων που μπορεί και χωράει μέσα στον τόσο περιορισμένο και ατελή δικό μου νου! Σκεφτείτε τι σημαίνει η λέξη “πίστη”; Πίστη είναι η περιοχή του μυστηρίου. Όπου υπάρχουν αποδείξεις δεν υπάρχει πίστη. Εκεί στην θέση της πίστης μένει η γνώση, η Αποκάλυψη αντικαταστάται με την λογική, δόγματα – με συλλογισμούς, μεταφυσική – με φυσική, μυστική – με επίπεδες έννοιες. Το οφθαλμοφανές πια δεν είναι η πίστη αλλά η καταγραφή γεγονότων.
- Εσείς λέτε ότι η πίστη δεν έχει αποδείξεις,- διαφώνησε ο επισκέπτης,- τότε σε τι να πιστεύουμε : στο απόλυτο σκοτάδι του σκεπτικισμού, όπου είναι οι συνεχόμενες αρνήσεις που φτάνουν μέχρι άρνηση της ίδιας της άρνησης, όπως στον Σέξτο Εμπειρικό;

- Η Πίστη έχει αναμφίβολες και αναμφισβήτητες αποδείξεις διαφορετικού χαρακτήρα,- απάντησε ο ιερέας. Είναι η διαισθητική διείσδυση στον υπέρ λογικό άυλο κόσμο, επικοινωνία του ανθρώπου (ως περιορισμένης προσωπικότητας) με Τον Θεό (Απόλυτης Προσωπικότητας), είναι η πραγματική μυστηριακή εμπειρία η οποία αποκτιέται από άμεση επαφή με τον πνευματικό κόσμο, είναι εσωτερική αίσθηση της ψυχής, η υποκειμενική γνώση που θα την έλεγα και οικεία (ιδιαίτερη). Εδώ γίνεται κοινωνία με την Θεία Χάρη που στην δική σας γλώσσα λέγεται – ενέργειες ανωτέρας φύσεως. Στην κοινωνία με τον Θεό αλλάζει ο ίδιος άνθρωπος, ως υποκείμενο γνώσης και ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνεται αμέτρητα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι πιο βαθιά από την λογική του και η γνώση καταλαμβάνει την σφαίρα των συναισθημάτων όπου η Διάχυτη Αγάπη είναι μια από τις βασικές δυνάμεις κατανοήσεως που ενώνει το Άπειρο με το περιορισμένο, Τον Ζωντανό Θεό με τον άνθρωπο.

- Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα, – είπε ο επισκέπτης,- θα σκεφτώ αυτά που μου είπατε αλλά χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με έναν συνάδελφό σας τον οποίο μπορώ να χαρακτηρίσω ως “διανοούμενο στο ράσο”. Άρχισε να μου αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού βασίζοντας στην θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και στην μηχανική των κβάντα του Γκαίνσμπεργκ. Είχε πολύ ενθουσιώδης και νικηφόρο τόνο και σήκωνε ακόμα και το δάχτυλό του σαν δάσκαλος. Μπερδευόταν και έκανε λάθη συνέχεια προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον Αϊνστάιν σαν να ήμουν μαθητής, χωρίς να υποψιαστεί ότι τα μαθηματικά και η φυσική είναι το επάγγελμα μου. Τον λυπόμουν πραγματικά. Ύστερα του έγραψα ένα γράμμα όπου έκανα προσπάθεια να του εξηγήσω πόσο άσχημα γνωρίζει την θεωρία της σχετικότητας και τον συμβούλεψα να μην ασχολείται άλλο με τον Αϊνστάιν για να μην πνιγεί μέσα στις “σχετικότητες”. Πολύ σύντομα έλαβα την απάντησή του όπου με ευχαριστούσε για κατά την γνώμη του πολύ εποικοδομητικές παρατηρήσεις.
Ο επισκέπτης κοίταξε το ρολόι του και είπε:

- Επιτρέψτε μου να σας κάνω και άλλη μια ερώτηση : γιατί δεν φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, για να σβήσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικές με την ύπαρξη Του για να Τον βλέπουμε σαν τον ήλιο ή τα αστέρια; Θα είχαν εξαφανιστεί πολλά προβλήματα και η ζωή θα ήταν πιο απλή.
- Ο Θεός κρύβει το πρόσωπό Του στα νέφη για να μην στερήσει στον άνθρωπο την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην πίστη και απιστία και να επιτρέψει στον άνθρωπο να λύσει το υπαρξιακό πρόβλημα αυτόνομα, -απάντησε ο ιερέας. Αν δεν υπήρχε τέτοια επιλογή τότε η πίστη σαν ελεύθερη πράξη της ψυχής δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στην θέση της θα έμπαινε το ηθικά αδιάφορο ολοφάνερο. Ο Θεός δεν μας έβαλε μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός της ύπαρξης Του. Ήθελε να είναι ο εσωτερικός παράγοντας της ανθρώπινης ψυχής. Θέλει να Τον ψάχνουμε με την ελεύθερή μας βούληση, να προσελκυόμαστε σ’ Αυτόν, να διψάμε γι’ Αυτόν. Θέλει να είναι η αγάπη της καρδιάς μας και όχι το αποτέλεσμα μιας λογικής μας ανάλυσης. Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα της προσωπικής επαφής μαζί Του – το πιο άξιο και ανώτερο που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα από τον Δημιουργό και το δημιούργημα. Την σχέση του Θεού με το κόσμο μπορούμε να δούμε σαν την σχέση του μάστορα και του προϊόντος. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν είναι η αντανάκλαση του Θεού στην γη. Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ελεύθερη βούληση τότε δεν θα ήταν εικόνα του Θεού. Χωρίς την ελευθερία δεν υφίσταται η ύπαρξη του καλού υπάρχει αναγκαιότητα. Χωρίς προσωπική ελευθερία δεν υπάρχει αγάπη και χωρίς την πνευματική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει η θέωση σαν ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Πιστεύω θα συμφωνήσετε ότι ακόμα κα ο πιο δυστυχής άνθρωπος δεν θα ήθελε να ανταλλάξει την θέση του με ένα ευτυχισμένο ζώο.
- Πράγματι ,- χαμογέλασε ο ξένος, – παρά τα βάσανά μου δεν θα ήθελα να μεταμορφωθώ σε ένα γάιδαρο χωρίς βάσανα και ικανοποιημένο από την ζωή του! Τι θα μπορούσατε να με συμβουλέψετε αν και δεν υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσω την συμβουλή σας;

Ο ιερέας απάντησε:

- Μου φαίνεται ότι η δική σας άρνηση του Θεού στην πραγματικότητα είναι κρυφή και βαθιά αποθυμία (νοσταλγία) για τον Θεό την οποία την αισθάνεστε σαν πόνο που δεν μπορείτε να καταλάβετε από που προέρχεται. Η καρδιά σας θρηνεί την μοναξιά της σαν το μωρό στην κούνια του που θρηνεί για την ζεστασιά της μητέρας. Και ο νους σας είναι πετρωμένος μέσα στην υπερηφάνεια του γοητευμένος από την νεκρή λάμψη του Εωσφόρου αντιστεκόμενος στην καρδιά απαντάει (στην καρδιά): “Σώπασε και άσε με στα χέρια του κακού δαίμονα της ζωής μου, δεν θέλω ούτε τον Θεό ούτε καμία άλλη δύναμη να μ’ εξουσιάζει. Για ποια αιώνια ζωή μου μιλάς; Το μέλλον του σύμπαντος είναι μαύρη διαστημική τρύπα όπου σαν σκιές θα εξαφανιστούν οι κόσμοι και θα εξαφανιστεί η ίδια η ύλη, θα τελειώσει ο χρόνος αλλά δεν θα έρθει η αιωνιότητα. Θα γίνει η αποκορύφωση του σύμπαντος που είναι το μέγα Τίποτα”.

Ο επισκέπτης απόρησε και είπε:

- Δηλαδή κρυφακούσατε τον διάλογο μου με τον εαυτό μου; Ή σας φανερώθηκαν τα όνειρα μου;
- Όχι, απλώς γνωρίζω πολύ λίγο την εσχατολογία του αθεϊσμού , – απάντησε ο ιερέας, – είναι σατανικό μυστήριο γενικού χαμού. Και σαν συμβουλή σας ζητώ να αποσυνδέεστε από την ροή των σκέψεών σας τουλάχιστον μια φορά την ημέρα και από καρδιά να λέτε: “Θεέ, εάν είσαι υπαρκτός, φανέρωσε Τον Εαυτό Σου σ’ εμένα. Χωρίς Εσένα δεν μπορώ να Σε βρω!”.

Ο επισκέπτης ευχαρίστησε τον ιερέα για την συζήτηση αποχαιρέτησε και βγήκε έξω. Από πουθενά ξεφύτρωσε ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός γρήγορα άνοιξε την πόρτα και με σεβασμό κάθιζε τον επισκέπτη μέσα σαν τον πρίγκιπα στην άμαξα. Την επόμενη στιγμή το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στην στροφή.

π. Ραφαήλ Καρέλιν

Οἱ γκουρού, ὁ νέος καί ὁ γέροντας Παΐσιος





(α' μέρος)

«Η πρωταρχική ερώτηση που από την απάντησή της εξαρτιόνταν όλες οι απαντήσεις στην αλυσίδα των ερωτήσεών μου ήταν: Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;»

«Ήμασταν μια παρέα δευτεροετών, τριτοετών φοιτητών, αγόρια, κορίτσια. Ζούσαμε ανέμελα, μια και μας έτρεφαν οι γονείς μας. Ολονών μας τα ενδιαφέροντα άρχιζαν όπου τελείωνε το Πανεπιστήμιο. Θυμάμαι εκείνη την εποχή διάβαζα πολύ ψυχολογία: Ράιχ, Φρομ , Γιουνγκ, Φρόυντ και Κούπερ. Διάφορους μυστικιστές, όπως, Βιβεκανάντα, Κρισναμούρτι και τις Σούτρες του Βούδα και του Πανταζάλι.

Ήμουν 19 χρονών. Δεν είχα καμία σχέση με τη θρησκεία από την παιδική μου ηλικία. Αντίθετα ήμουν μάλλον Μαρξιστής».

Κάπως έτσι ξεκινάει το συναρπαστικό ταξίδι του Διονυσίου Φαρασιώτη. Ενός νέου που είναι γεμάτος μεταφυσικές αναζητήσεις, που διψάει για την «άλλη» γνώση. Που δεν συμβιβάζεται με τα απλά, τα «καθημερινά», τα «τετριμμένα». Αυτή η δίψα για αναζήτηση υπάρχει λίγο ως πολύ σε κάθε άνθρωπο. Ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει και δρα ο καθένας από μας, εκδηλώνει τις μεταφυσικές του αγωνίες με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Η «περιπέτεια του Δ. Φαρασιώτη, όπως ξετυλίγεται μέσα στο βιβλίο του, θυμίζει το ταξίδι του Οδυσσέα προς την «Ιθάκη». Πρόκειται για μια πορεία που τελικό προορισμό της, έχει την ολοκλήρωση του άνθρωπου, την εύρεση του νοήματος ζωής, τον «φωτισμό» του νου, ή τον «σκοτισμό» του; Θα φανεί στην πορεία...


Το ταξίδι της ζωής, για κάθε άνθρωπο, είναι σίγουρα δύσκολο, κουραστικό, πολλές φορές οδυνηρό ακόμη και καταστροφικό. Χρειάζεται υπόβαθρο, σταθερή πορεία και προοπτικές. Ευγενείς στόχους και υψηλά ιδανικά. Οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Όπως θα καταδείξουμε ο ήρωάς μας, ως άλλος Οδυσσέας, ταξίδεψε πολύ μεγάλο δρόμο. Πέρασε από πολλές συμπληγάδες και κινδύνεψε να χάσει, όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και την ψυχή του.

Το βιβλίο, όπως λέει και ο συγγραφέας του, είναι «αυτοβιογραφικό». Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν σε διάστημα, 10 περίπου ετών. Η δομή και η πλοκή του βιβλίου είναι πυκνή αλλά εξόχως συναρπαστική. Εξελίσσεται σε επεισόδια, σαν να πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Οι περιγραφές είναι πολύ γλαφυρές και λεπτομερείς. Δεν αφήνουν τον αναγνώστη να κουραστεί. Από την αρχή του βιβλίου μέχρι και το τέλος, είναι συνεχής και διάχυτη η αγωνία του συγγραφέα για την αναζήτηση της αλήθειας. Πρόκειται για την πλήρη, ολοκληρωμένη και απόλυτη υπαρξιακή αλήθεια. Τον τελικό προορισμό του ανθρώπου. Μέσα στο βιβλίο ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Ποιος είναι ο προορισμός μου;


Περιγράφει με πολύ ρεαλισμό, περιστατικά και περιπέτειες, από τα σπουδαστικά του χρόνια όπου εμπλέκεται με υπνωτιστές, μέντιουμ, μασόνους, πνευματιστές και αποκρυφιστικές ομάδες, κάθε είδους. Επίσης περιγράφει τις επαφές και τις εμπειρίες του με τον γέροντα Παΐσιο. Τους διάλογους και τις συμβουλές του. Τα ταξίδια του στις Ινδίες και τις εμπειρίες με «σατανικούς» Γκουρού και αμφίβολους «αγίους» της ινδουιστικής κοσμοθεωρίας. Τις αλλεπάλληλες, σωτήριες παρεμβάσεις του π. Παϊσίου και τέλος την αποτίναξη της πλάνης και την κάθαρση μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Πολύ σημαντική θεωρούμε ότι είναι και η κριτική θεώρηση του ινδουιστικού και βουδιστικού κοσμοειδώλου. Ο Φαρασιώτης αποκαθηλώνει το πάνθεον του Ινδουισμού και ερμηνεύει τις πρακτικές της Γιόγκα, με έναν πρωτότυπο και καταλυτικό, για τον αναγνώστη, τρόπο.


1° Μέρος. «Το σπρώξιμο στο κακό»

Η ιστορία μας ξεκινάει πολύ νωρίς, όταν ο συγγραφέας είναι ακόμη πολύ μι¬κρός, 12-13 ετών. Πρόκειται για ένα κλειστό παιδί, χωρίς πολλούς φίλους. Ζει μέσα στις έντονες αμφισβητήσεις και τους προβληματισμούς της εφηβείας. Έχει πολύ μεγάλη αγάπη όμως για το διάβασμα. Κυριολεκτικά ξετινάζει τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Ένα όμως από τα βιβλία που διάβασε, έμελλε να επηρεάσει τη ζωή του, για τα επόμενα 10 χρόνια. Πρόκειται για το βιβλίο, «Τι πιστεύω» του Λόρδου Μπέρτραντ Ράσελ, ιδρυτή της Διεθνούς Αμνηστίας. Γράφει σχετικά ο Φαρασιώτης: «Ο Ράσελ δήλωνε άθεος. Το βιβλίο του όμως δεν μπορούσε να με πείσει ότι δεν υπάρχει Θεός, αλλά ούτε μπόρεσα να απαντήσω με βεβαιότητα, ότι....υπάρχει Θεός! Το ζήτημα έμεινε αναπάντητο και μετέωρο. Μπόρεσε όμως να με κάνει να απορρίψω τη Χριστιανική θρησκεία και τις επιταγές της. Από τότε δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί της».


Με αυτές τις προδιαγραφές ξεκινάει το ταξίδι του νέου στη ζωή. Χωρίς Χριστό, αλλά με εντονότατη διάθεση για αναζήτηση. Ο ίδιος ομολογεί: «Έψαχνα με πάθος την ανάπαυση που ψάχνει η αλήθεια».

ετσι, κατά τα φοιτητικά του χρόνια, 19 ετών πια, μπαίνει πλέον σε «βαθιά νερά». Ασχολείται με τον αποκρυφισμό, τον υπνωτισμό και τον πνευματισμό. Πολύ χαρακτηριστικές και συνάμα σοκαριστικές, είναι οι εμπειρίες που περιγράφει με έναν σκοτεινό υπνωτιστή: «Ο Άρης ήταν λαϊκής καταγωγής και δεν είχε πάει Πανεπιστήμιο. Τον ενδιέφεραν τα πνευματιστικά φαινόμενα. Άρχισε να μας λέει για τον κόσμο των πνευμάτων, ότι είναι πολύ όμορφα εκεί, ότι αισθάνεται κανείς γαλήνιος και ξεκούραστος, ότι αποκτά περίεργες δυνάμεις… Μας έκανε διάφορα test για να δει την επιδεκτικότητά μας και αν έχουμε προσόντα για μέντιουμ». Ο νέος μας δέχεται μετά από την διδασκαλία, να τον υπνωτίσει. Λέει χαρακτηριστικά: «Όντως υπνωτίστηκα. Και άρχισα να νιώθω έντονα μια παρουσία. Με ξύπνησε. Όμως την παρουσία αυτού του προσώπου την ένιωθα διάφορες στιγμές μέσα στο δωμάτιο».


Μπορεί σίγουρα ο καθένας να φανταστεί τι είδους παρουσία ήταν αυτή που έφερνε βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Σημαντικές όμως είναι και οι παρενέργειες αυτής της εμπειρίας: «Μετά όμως από τον υπνωτισμό άρχισα να νιώθω διάφορα περίεργα συναισθήματα. Άκουγα κρότους, θορύβους και η τρίχα μου γινόταν κάγκελο από την αίσθηση μιας ξένης παρουσίας». Είναι γεγονός ότι αυτές οι, οπωσδήποτε, δαιμονικές εμπειρίες συνεχίστηκαν ακόμα πιο έντονες αλλά τίποτα δεν πτοούσε το νέο μας. Η αναζήτηση συνεχίστηκε σε άλλες ατραπούς.


2° Μέρος. Η θεία βοήθεια.

Ο γέοντας Παΐσιος μπαίνει στη ζωή μου

«Είχε τελειώσει το Καλοκαίρι και μαζί του τα χρήματά μας. Όμως θέλαμε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας, τα μπάνια μας και τα ταξίδια μας. Τότε κάποιος φίλος πρότεινε να πάμε στο Άγιο Όρος. Δέν είχα ιδέα.

-Τί θα κάνουμε εκεί; Ρώτησα.

-Θα γυρνάμε από μοναστήρι σε μοναστήρι, τζάμπα φαγητό και ύπνο, και ενδιάμεσα καμιά βουτιά, απάντησε ο φίλος μου.

-Εντάξει πάμε».

Η εμπειρία στο Άγιο Όρος ήταν καταλυτική. Κράτησε μόνο 4 μέρες. Ο νέος μας πέρασε από 3 μοναστήρια. Οι επαφές του με χαρισματικούς γέροντες γαλήνεψαν την ψυχή του και τον προβλημάτισαν έντονα. Για πρώτη φορά έβλεπε να εφαρμόζεται στην πράξη το ευαγγέλιο του Χριστού. Κοινοκτημοσύνη, ζεστή φιλοξενία, ανυπόκριτη αγάπη, κατανόηση, πνεύμα φιλαδελφείας και αυτοθυσίας. Γρήγορα ακολούθησε κι άλλο ταξίδι. Το δεύτερο έμελλε να σημαδέψει την ύπαρξή του. Τότε έγινε η πρώτη συνάντηση με τον γέροντα Παΐσιο. Η σκηνή περιγράφεται στο βιβλίο τόσο γλαφυρά που νομίζει ο αναγνώστης ότι βλέπει μπροστά του, τους δύο πρωταγωνιστές.

«Όταν έφτασα κοντά στο σπίτι, από την μπροστινή μεριά, κάτω από το μπαλκόνι, ο γέροντας μου ζήτησε να τον δώσω μια ζακέτα που είχε πέσει κάτω.

Έπιασα τη ζακέτα και σήκωσα το κεφάλι μου απλώνοντας ψηλά το χέρι να του τη δώσω. Ο γέροντας έσκυβε από το μπαλκόνι να την πιάσει. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Τι βλέμμα ήταν εκείνο! Τα μάτια του μεγάλα,... γλυκά... έντονα... διεισδυτικά... Πετούσαν σπίθες.

Τι δύναμη ήταν εκείνη! Υπήρχε κάτι το ιερό σ' εκείνο το βλέμμα. Κάτι που ξεπερνούσε την ανθρώπινη φύση, όπως τη γνώριζα μέχρι τότε!

Αστραπιαία κατέβασα το κεφάλι μου. Δεν άντεχα την πνευματική δόξα που συνάντησα μπροστά μου. Ήμουν πολύ μικρός. Είχα γεμίσει δέος».

Και συνεχίζει τη διήγησή του μεταφέροντας σε μας λίγη από την αγιότητα που κουβαλούσε ο γέροντας. Αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω, ο π. Παΐσιος έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή του, που τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Αλλά ο δρόμος μέχρι το τέλος θα ήταν πολύ μακρύς και δύσκολος.

Τώρα πλέον, όπως ομολογεί ο ίδιος, μετά τις επισκέψεις στο Άγιο Όρος, ένιωθε κάποια αόρατη, ανεξιχνίαστη δύναμη να επιδρά στα γεγονότα της ζωής του. Διάφορα θαυμαστά γεγονότα, άρχισαν να συμβαίνουν επίσης:

«Επειδή δεν υπήρχε καμιά εικόνα στο σπίτι μου, έβγαλα από το στήθος μου ένα ξύλινο σταυρό. Τον είχε φτιάξει με τα χέρια του και τον είχε δωρίσει ο π. Παΐσιος. Τον κρέμασα κάπου στον τοίχο και αρχίσαμε να διαβάζουμε κουτσά στραβά την προσευχή.... Μια ευωδιά χτύπησε τη μύτη μου. Ένα άρωμα πολύ όμορφο, δυνατό και λεπτό έβγαινε από το σταυρό. Ο φίλος μου σκύβει να προσκυνήσει. Γυρνάει με έκπληξη. «Ρε συ...μυρίζει! Μου λέει. Ε! από κει και πέρα πέσαμε πάνω στο σταυρό. Τον φιλούσαμε, τον μυρίζαμε μια ο ένας και μια ο άλλος. Η ευωδιά πια είχε γεμίσει το δωμάτιο».


Οι επισκέψεις στο Άγιο Όρος γίνονται πολύ τακτικές. Μερικές κρατούν 2-3 μήνες. Περιγράφονται στη συνέχεια πλήθος από θαυμαστά γεγονότα που συμβαίνουν και προκαλούν την πίστη και το μυαλό του. Η συμβουλή όμως του γέροντα ήταν: «Δεν πρέπει να δίνεις σημασία σ' αυτά τα γεγονότα, ούτε να πολυασχολείσαι μαζί τους, γιατί υπάρχει κίνδυνος να σε πλανέψει ο διάβολος.

Αν ένα γεγονός είναι εκ Θεού και συ το παραθεωρήσεις από πνευματική προσοχή, τότε ο καλός Θεός, θα βρει άλλο τρόπο, πιο φανερό, για να σου μιλήσει». Γέμιζαν έτσι οι πνευματικές «μπαταρίες» του νέου μας. Παρά όμως τις τρομακτικές πνευματικές εμπειρίες που ζει κατά τις επισκέψεις στο Άγιο Όρος αλλά και την καταλυτική παρουσία του π. Παϊσίου στη ζωή του, ο νέος της ιστορίας μας, συνέχιζε την αμφισβήτηση και την αναζήτηση.


3° Μέρος. Μεταξύ δυο πνευματικών παραδόσεων

«Εκτός από το Γέροντα δεχόμουν επιδράσεις και από αλλού. Η άσωτη ζωή μου με εξέθετε σ' αυτές τις επιδράσεις. Το ενδιαφέρον μου για τον αποκρυφισμό, τον εσωτερισμό, τη «λευκή μαγεία», τη γιόγκα, το Ζεν, το Βούδα, όλα τέλος πάντων τα συναφή, δεν είχε ματαιωθεί. Βέβαια ο Γέροντας με είχε προειδοποιήσει, -κοίταξε παιδί μου, υπάρχουν δύο δυνάμεις σ' αυτό τον κόσμο. Ο Θεός και ο διάβολος. Εξαρτάται με ποιον συγγενεύει κανείς».




Παρά τις νουθεσίες του γέροντα, ο νέος μας, πέφτει πάλι στην αναζήτηση. Συναντάται με μία ινδή γιόγκι από το άσραμ (κοινόβιο) του γνωστού γκουρού Σατυανάντα. Τη θεωρεί σπουδαίο πρόσωπο. Εκπροσωπεί γι' αυτόν, την ινδουιστική πνευματικότητα. Κάνει μαζί της συζήτηση και της θέτει ζητήματα περί Θεού και διαβόλου. Τελικά φεύγει απ’ αυτήν με περισσότερα ερωτήματα από πριν.




Ακολουθεί η εμπειρία με το Silva Mind Control. Μια μέθοδο που ισχυρίζεται ότι αποκαλύπτει τις κρυμμένες δυνάμεις του εγκεφάλου. Ο φίλος μας παρακολουθεί τα σεμινάρια αυτής της μεθόδου.




«Υποτίθεται ότι μετά από αυτά τα σεμινάρια είχαμε αποκτήσει κάποιες δυνάμεις. Για παράδειγμα, μπορούσαμε από μακριά να διαγνώσουμε τις αρρώστιες από τις οποίες πάσχει κάποιος άνθρωπος. Υποτίθεται ότι είχαμε τη δυνατότητα να προγραμματίζουμε το μέλλον μας κ.ο.κ.».




Οι εμπειρίες όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, είναι καταλυτικές. Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά είναι ότι τώρα υπάρχει πλέον, μέτρο σύγκρισης. Και αυτό είναι οι πνευματικές εμπειρίες που είχε ζήσει στο Άγιο Όρος. Έτσι, έντονος προβληματισμός άρχισε να διακατέχει το νέο μας:




«Γέμισα έκπληξη! Τι είναι αυτά τα πράγματα) ...Είναι μαγείες; ...Ποιος προετοιμάζει τα γεγονότα για χάρη μου;... Μήπως οι δαίμονες; ...Μήπως έχουν δίκιο οι καλόγεροι;».




Έτσι, πολύ γρήγορα και μέσα σε έντονο προβληματισμό, σπεύδει να επισκεφτεί το Άγιο Όρος και τον γέροντα. Δοκιμάζει όμως άλλες δοκιμασίες και διαφορετικές πλέον εμπειρίες. Αγιασμένες με τη χάρη του Θεού. Και ο πονηρός πάντα να προσπαθεί να τον δοκιμάσει, να τον πλανήσει. Αυτός όμως να βρίσκει καταφυγή και δύναμη στο γέροντα Παΐσιο:













«-Γέροντα τι μου συνέβαινε πριν;




-Ε! Σε πείραζε το ταγγαλάκι (Έτσι ονόμαζε ο γέροντας τους δαίμονες). Μη φοβάσαι! Μάχη είναι! Όταν δυσκολεύεσαι, να έρχεσαι να ρίχνω κι εγώ μια σφαίρα να σε βοηθάω. Να λες την ευχή. Κάτσε να σου φέρω κι ένα... Πνευματικό κράνος, είπε γελώντας. Σηκώθηκε, πήγε μέσα στο σπίτι και μου φόρεσε ένα καφέ σκούφο.... Τον πήρε, τον ευλόγησε τρεις φορές και μου τον φόρεσε στο κεφάλι γελώντας. Τώρα δεν θα σε πλησιάζουν οι λογισμοί...».













4° Μέρος. Η ζωή μου στην Ινδία




Πριν το μεγάλο ταξίδι στην Ινδία, μας δίνει ο ίδιος την εξήγηση για την απόπειρα, να ζήσει κάτι διαφορετικό, από τη γαλήνη και την πνευματικότητα του Αγίου Όρους:




«Δεν ήθελα να εξαπατηθώ για άλλη μια φορά στη ζωή μου. Παρ' όλα τα θαυμαστά γεγονότα που είχα δει από τον π. Παΐσιο... τον αμφισβητούσα. Δεν πίστευα στις εξηγήσεις που έδινε. Μπορεί αυτός να το βλέπει έτσι, η πραγματικότητα όμως τον ξεπερνά. Μπορεί να κατέχει ένα τμήμα της αλήθειας, μπορεί κάποια άλλα τμήματα της αλήθειας να υπάρχουν και σε άλλα συστήματα σκέψης και σ' άλλες αλήθειες». Έτσι, μπαίνει μέσα του η ιδέα να ταξιδέψει στην Ινδία. Να ζήσει σε άσραμ, να μιλήσει με «φωτισμένους» Γκουρού και να βιώσει την «ανατολική» -ινδουιστική πνευματικότητα.




Η πέννα του συγγραφέα, με πολύ γλαφυρό τρόπο, με έντονες περιγραφές και ζωντανές εικόνες, δίνει στον αναγνώστη, την πραγματική εικόνα της Ινδίας. Μιας πολυπληθούς χώρας, που ζει μέσα σε έντονες αντιθέσεις. Πρώτος σταθμός, το Βαρανάσι. Ο πλέον ιερός τόπος των ινδουιστών, δίπλα στο Γάγγη ποταμό. Μία συνάντηση με ένα νεαρό γιόγκι του άνοιξε το δρόμο για το «μεγάλο» Γκουρού Babaji· το «σαρκωμένο Θεό»· αυτόν που ζούσε στα Ιμαλάια. Για κάποιον δυτικό που είχε διαβάσει σχετικά και είχε μυηθεί στον Ινδουισμό, η συνάντηση με αυτό το πρόσωπο, αποτελούσε το τέλος ενός δρόμου στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο νέος μας, μένει έκπληκτος όταν άκουσε ότι μπορεί να τον συναντήσει. Έτσι, ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι. Μεγάλη περιπέτεια, πολλά τα εμπόδια αλλά και τεράστια η αγωνία για συνάντηση με τον «δάσκαλο των δασκάλων».



Γέροντας Παΐσιος

Πῶς θά ἀλλάξουν τά ἀναστημένα σώματα κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ( Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος )


Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώματα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού! Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.

Μια μέρα, καθώς προσευχόταν [ο Αγιος Συμεών] με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν. Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα.


Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του. Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του. Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του. Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως.
Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».
Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;» Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άυλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος. Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».
Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».
Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής. Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές, από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.



Ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...