Sunday, October 28, 2012

Εις Ορος μικρόν- In small mount

Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός

 









Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου.

Σήμερα θα μιλήσουμε για την μεγάλη πνευματική ασθένεια που λέγεται εγωισμός.
Ο εγωισμός είναι ένα παράλογο πάθος που μαστίζει κυριολεκτικά όλο το ανθρώπινο γένος· όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από αυτή τη μεγάλη ασθένεια. Τον εγωιστή άνθρωπο ο εγωισμός τον ρεζιλεύει και τον θεατρίζει. Αυτόν τον εγωισμό καλούμεθα από το Θεό να αγωνιστούμε, να τον καταπολεμήσουμε, για να απαλλαγούμε απ’ αυτόν.


Ο παλαιός άνθρωπος είναι η εμπαθής κατάσταση της ψυχής και στην κυριολεξία είναι εγωισμός.
Όλα τα πάθη, όλα τα αμαρτήματα, όλες οι πτώσεις, έχουν την αρχή τους, την αφετηρία τους στον εγωισμό. Μεγάλο κακό. Δεν αφήνει τον άνθρωπο ήσυχο· τον τυραννά νύχτα -μέρα. Όλοι γενικά οι άνθρωποι πάσχουν από αυτό το κακό, και περισσότερο από όλους εγώ ο αμαρτωλός.

Στον πρώτο καιρό που ήμουνα κοντά στον άγιο Γέροντά μου, όταν πρωτοπήγα κοντά του εκεί σ’ εκείνον τον απαράκλητο τόπο της ερήμου, εκεί κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γνώρισα και είδα στην πράξη τον εγωισμό μου.

Όταν ήμουν στον κόσμο, οι άνθρωποι της Εκκλησίας με νόμιζαν ότι ήμουν ένα αγιασμένο παιδί. Εγώ αντιδρούσα σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, πλην όμως σιγά-σιγά οι έπαινοι μου κάνανε κακό. Και το κακό, αυτό το είδα στη πράξη, όταν έβαλα την κατά Θεόν αρχή να θεραπευθώ ψυχικά από όλα μου τα πάθη.

Όταν πρωτοπήγα στο Γέροντα Ιωσήφ, από την πρώτη μέρα αμέσως άρχισε την επίβλεψή του, άρχισε τη θεραπεία του. Και με μεταχειριζόταν αυστηρά· με ήλεγχε συνέχεια, με μάλωνε, και με κούραζε αρκετά, διότι ήμουν αδύνατος ψυχικά.

Είναι αλήθεια ότι, όταν μου έκανε τους ελέγχους, δηλαδή όταν έβαζε το φάρμακο πάνω στην πληγή μου, εγώ πονούσα. Ο εγωισμός μου κλωτσούσε μέσα μου και μου έλεγε· γιατί μόνο σε μένα ο Γέροντας εξασκεί αυτή την αυστηρή παιδεία, γιατί να με μαλώνει, γιατί και γιατί…; Εγώ με την ευχή του Γέροντά μου αντιδρούσα, αντέλεγα, άνοιγα μαζί του πόλεμο. Και πολλές φορές, μετά από έναν κραταιό αγώνα, πήγαινα μέσα στο κελάκι μου και έπαιρνα τον Εσταυρωμένο και έκλαιγα επάνω του και του έλεγα:

«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος Θεός, υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις και χλευασμούς από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία απέναντι σου. Και εσύ με ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη και σωτηρία. Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής και ελεεινός να διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο Γέροντας το πικρό φάρμακο της σωτηρίας μου; Άξια αυτών που έπραξα απολαμβάνω. Επομένως δεν έχω ούτε μια δικαιολογία αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον οποίο μου χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».
Αυτά του έλεγα του Χριστού και πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ανακούφιση. Μετά από ένα τέτοιο κλάμα ένοιωθα μια δύναμη μέσα στην καρδιά μου, στο να υπομείνω μέχρι τέλους, έως ότου να σταυρωθώ ψυχικά για να δεχθώ στη συνέχεια την ανάσταση της ψυχής μου.

Πολλά παραδείγματα αγίων ανθρώπων μας δίνουν πολύ κουράγιο για να σηκώσουμε και εμείς αυτόν το σταυρό, αυτή τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του τρομερού εγωισμού.
Κακό πάθος, δύσκολο. Την καρδιά την έχει περιπλέξει πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό ο μεγάλος Πατέρας της ερήμου, ο Ποιμήν, λέει, ότι, εκείνος που θέλει να ξεριζώνει τα πάθη του, πονάει και αιμορραγεί. Και πράγματι έτσι έχει η αλήθεια.

Όταν κάποιος μας ελέγξει, μας προσβάλει, αμέσως μέσα μας γίνεται ένα κλώτσημα, μια δυσκολία εσωτερική, μια στενοχώρια, ένας πνιγμός, μια πίεση που μας σπρώχνει να αντιμιλήσουμε, να ανταποδώσουμε, να θυμώσουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο που μας έκανε τον μεγάλο. Εκείνη την ώρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται να καταπιούμε μέσα βαθειά στη ψυχή μας, το φαρμάκι αυτό του εγωισμού. Να πνίξουμε το θηρίο που έρχεται να βγει προς τα έξω για να μας ενοχοποιήσει. Και όταν στη συνέχεια, σε κάθε τέτοια περίπτωση, αντιμετωπίσουμε το κακό κατ’ αυτό τον τρόπο, πνίγοντας το θηρίο όταν πρόκειται να βγει προς τα έξω, με το πέρασμα του χρόνου, εσωτερικά θα ψοφήσει. Όταν ένα θηρίο το κλείσει κανείς μέσα σ’ ένα κλειστό χώρο και δεν το τροφοδοτεί, δεν του ρίχνει τροφή, κατά φυσική συνέπεια, μετά από ένα διάστημα χρόνου θα πεθάνει. Έτσι και με το θηρίο αυτό του εγωισμού, εάν δεν το τροφοδοτούμε με υποχωρήσεις, με τη χάρη του Θεού σιγά-σιγά θα εκλείψει.

Μια παρθένος πήγε στον Αββά Παμβώ και του λέγει: «Αββά, εγώ νηστεύω πολύ και τρώω ανά επτά ημέρες. Κάνω και διάφορες άλλες ασκήσεις. Έχω αποστηθίσει τη Πάλαια και Καινή Διαθήκη. Τί μου υπολείπεται ακόμη να πράξω, ώστε να φθάσω στην τελειότητα;»

Ο σοφός γέροντας της λέει:
-Παιδί μου, όταν κανείς σε βρίσει, σε χλευάσει, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε επαινεί;
-Όχι.
-Όταν σε επαινεί κάποιος, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε βρίζει;
-Όχι Αββά.
-Άντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, και τίποτα δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα.

Ο Αββάς Ποιμήν είχε άλλους έξι αδελφούς. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Αββάς Ανούβ. Και κάποτε όλοι μαζί πήγανε και κατοικήσανε σε ένα κελί, σε ένα παλιό ειδωλολατρικό ναό που έξω από αυτόν ήταν στημένο ένα άγαλμα, μία θεότητα. Και κάποια μέρα ο Αββάς Ανούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πήγε και άρχισε να ρίχνει πέτρες στο άγαλμα και να το βρίζει. Την άλλη μέρα πήγε και το προσκυνούσε και του έλεγε πολλά επαινετικά λόγια.

Όταν είδαν τον Αββά να κάνει κάτι τέτοιο, οι αδελφοί τον ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αυτό που έκανες τί θέλεις να μας διδάξεις;
-Να, λέγει, όταν με είδατε που πήγα και το λιθοβολούσα και το έβριζα το είδωλο αυτό, μου απαντούσε;
-Όχι.
-Όταν την άλλη μέρα, είδατε να το προσκυνώ και να το επαινώ, είδατε πάλι να μου πει τίποτα;
-Όχι, Αββά.
-Ε, αν θέλετε κι εσείς να μείνουμε όλοι μαζί και να βιώσουμε με αγάπη, έτσι πρέπει να κάνουμε.

Να υπομένουμε ο ένας τον άλλο.
Ο εγωισμός είναι μια κληρονομιά που δεχθήκαμε από τους πρωτοπλάστους, από τον Αδάμ και την Εύα. Και οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν από το διάβολο, τον εωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε το θέμα.
Ο εωσφόρος είχε το πρώτο τάγμα των αγγέλων. Ήταν το πλησιέστερο προς τη δόξα του Θεού. Απολάμβανε την πρώτη χάρη. Δεχόταν τις πληροφορίες, τις αποκαλύψεις πιο μπροστά από τα άλλα 9 τάγματα. Για όλη αυτή τη δόξα του και τη χάρη του, σκέφτηκε πονηρά κατά του Θεού. Έλεγε στο λογισμό του: «Γιατί ο Θεός να είναι τόσο ψηλά; Γιατί να έχει αυτή τη δόξα; Γιατί να τον προσκυνούμε; Γιατί να του υποτάσσονται τα πάντα. Και εγώ δεν μπορώ να γίνω Θεός; Θ’ ανεβώ κι’ εγώ ψηλά και θα καθίσω δίπλα Του, θα γίνω και εγώ όμοιός Του. Και θα με προσκυνούν τα πάντα. Και θα έχω και εγώ την ιδία δόξα.

Όταν σκέφτηκε αυτά και τα πίστεψε, αμέσως ο Θεός τον απέρριψε από το πρόσωπό Του, τον πέταξε κάτω. Όλο το τάγμα χάθηκε στην άβυσσο. Έτσι και κάθε υπερήφανος και εγωιστής· αποβάλλεται από το Θεό.

Ο διάβολος, ο εωσφόρος, δεν αρκέστηκε στη δική του μόνο πτώση. Φθόνησε και τον άνθρωπο τον οποίον είχε πλάσει με ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός και τον είχε κάνει βασιλέα μέσα στον παράδεισο, και σε όλη την κτίση. Σου λέει: «Γιατί αυτός να απολαμβάνει τέτοια ευτυχία; Όχι. Και αυτός πρέπει να προσβάλει το Θεό και αυτός δεν πρέπει να Του υποτάσσεται· και αυτός πρέπει να πλανηθεί. Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει τα ίδια πράγματα, με το να του πει· «γιατί ο Θεός να σου απαγορεύσει να φάς από αυτό τον καρπό· αυτό είναι πονηριά του Θεού, για να μη γίνεις κι εσύ Θεός, ώστε να γνωρίζεις το καλό και το κακό, το πονηρό και το αγαθό· φάε και θα δεις ότι θα γίνεις Θεός».

Τον άκουσε ο πρωτόπλαστος και στη συνέχεια έγινε το παραπάτημα· γνώρισε στην πράξη ότι έπρεπε να πειθαρχήσει στην εντολή του Θεού. Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο του Θεού. Κληρονομήσαμε και μείς σαν μια περιουσία τον εγωισμό αυτό και τώρα υποφέρουμε και αγωνιζόμαστε μέχρις αίματος για να απαλλαγούμε.

Ο μοναχισμός είναι το άμισθο ιατρείο· είναι η κλινική του Θεού, που έρχεται ο άνθρωπος για να γίνει καλά. Τον καλεί ο Θεός με κλήση αγία και τον φέρνει με την αγάπη του σ’ αυτό το ιατρείο.

Ο άνθρωπος ζητά τη θεραπεία του και φωνάζει: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός. Και αρχίζει ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων τη θεραπεία.

Μας στέλλει διάφορες θλίψεις, επιτρέπει πειρασμούς. Και όλα αυτά είναι τα φάρμακα, τα πικρά φάρμακα που θεραπεύουν τη ψυχή του ανθρώπου.

Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να πει ότι στον καιρό της εγχειρήσεως ή της ιατρικής επεμβάσεως δεν πονά, δεν αγωνίζεται να ξεπεράσει το πόνο και τη θλίψη· ωστόσο όμως στο τέλος της θεραπείας γίνεται ψυχικώς καλά.

Όταν ο Γέροντας μου ήταν αρχάριος στην έρημο, ήταν στην υποταγή του γέροντα Εφραίμ, ενός απλού ανθρώπου. Ήταν ένα γεροντάκι ευλογημένο. Κάποτε ένας γείτονας μοναχός, δεν γνωρίζω τί είχε συμβεί, το έθλιβε το Γεροντάκι. Ο παππούς φώναζε διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, έβγαζε φωνές, τσίριζε… Ο Γέροντας ο δικός μου, νέο παιδί, δυνατό που μπορούσε να τα βάλει με δέκα ανθρώπους, όταν άκουγε το Γέροντά του να φωνάζει έξω και ο άλλος να σηκώνει το ανάστημά του, μέσα του άρχιζε να βράζει ο θυμός και η οργή. Μόλις είδε τον κίνδυνο ότι αν βγει έξω δεν μπορούσε να προβλέψει τί θα συνέβαινε, σαν νέος που ήταν, αμέσως τρέχει στην εκκλησία, γονατίζει κι’ αρχίζει να φωνάζει: «Παναγία βοήθησε με». Και άρχισε να κλαίει· να κλαίει, και να παρακαλεί, ώστε να επέμβει η Παναγία να βοηθήσει μη τυχόν και σ’ αυτή την κατάσταση βγει έξω. Και αφού έκλαψε πολύ, και έχυσε πολλά δάκρυα, τότε είδε το θηρίο του εγωισμού και τού θυμού να μαλακώνει και να υποχωρεί. Όταν είδε ότι ήρθε σε μια κατάσταση που μπορούσε να βγει έξω και να μιλήσει με πραότητα και ηρεμία, βγήκε και απάλλαξε, βέβαια με ήρεμο τρόπο και με ευγένεια, τον γέροντα από το γείτονα. Και αυτό μας το έλεγε σαν παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζεται ο εγωισμός στη πράξη.

Έρχεται και στον μοναχό ο πειρασμός και του ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα με εκείνα που ψιθύρισε στον Αδάμ. Αν ο Γέροντας τον μαλώνει ή του κόβει το θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ο εγωισμός και ψιθυρίζει στο μοναχό να αντιλογήσει, να φιλονικήσει, να στήσει το δικό του θέλημα· μ’ αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται να θεραπευθεί ποτέ.

Ο μοναχός πρέπει να έχει συνεχώς την προσοχή για να αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση, τον κάθε πειρασμό με επιτυχία, ώστε με τη χάρη του Θεού να απαλλαγεί από τον παλαιό άνθρωπο. Στη θέση του παλαιού να μπεί ο νέος, ο κατά Χριστόν, ο άνθρωπος της απάθειας και της αναστάσεως.

Ο αγώνας δεν είναι μικρός, ούτε και σε λίγο χρόνο κατορθώνεται η νίκη και ο θρίαμβος κατά του εγωισμού. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.

Ο Όσιος Εφραίμ λέει: «Με λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μη σου συντρίψει τα οστά.»
Αυτό το θηρίο είναι ο Ε γ ω ι σ μ ό ς. Σαν λιοντάρι παραφυλάει και μας επιτίθεται. Εμείς πρέπει να έχουμε στα χέρια μας το όπλο και το μαχαίρι της αντιρρήσεως κατά των λογισμών.

Οι τύραννοι των χριστιανών στους χρόνους των διωγμών προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Μάρτυρες στο να αρνηθούν τη Θεότητα του Χριστού. Τους υπόσχονταν πολλά· πλούτη, δόξες τιμές. Οι Μάρτυρες όμως δεν υποχωρούσαν. Θριαμβευτικά ομολογούσαν τη πίστη στο Χριστό και στο τέλος δέχονταν το στεφάνι του μαρτυρίου, και έτσι ο Χριστός δοξαζόταν.

Και τώρα οι τύραννοι των παθών μας πιέζουν. Τα πάθη μας υπόσχονται, αν υποχωρήσουμε, απόλαυση και ικανοποίηση. Δεν πρέπει ο μοναχός να υποχωρεί σε μια τέτοια βία, αλλά να αντιστέκεται με όλη την ανδρεία της ψυχής και να περιμένει μετά από μια νόμιμη πάλη το στεφάνι του μαρτυρίου.

Οι Μάρτυρες μαρτύρησαν σε λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σε λίγα λεπτά δεχθήκανε το στεφάνι. Ο μοναχός μαρτυρεί συνέχεια, σε όλη του τη ζωή. Όχι σε ένα τύραννο άλλα σε πολλούς. Κάθε πάθος και ένας τύραννος. Γι’ αυτό όχι λιγότερο θα στεφανωθούν οι μοναχοί που θα αντισταθούν στη βία των παθών και θα ομολογήσουν την καλή ομολογία της ασκήσεως, της μη υποχωρήσεως.

Μας σπρώχνει το πάθος της αντιλογίας. Εμείς πρέπει να βάλουμε εμπόδιο, φράγμα, να ανοίξουμε όρυγμα, να πέσει το άρμα της αντιλογίας μέσα μας.

Ο αγώνας πρέπει να είναι συνεχής. Να μην παρουσιάζουμε κενά· διότι τα κενά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και σφηνώνει μέσα στα κενά και μας δημιουργεί κατάσταση επικίνδυνη. Η προσευχή πρέπει να είναι ακατάπαυστη. Η προσευχή είναι το όπλο μας. Και μόνο να προσεύχεται κανείς, ο διάβολος δεν τον πλησιάζει εύκολα.

Ας αγωνισθούμε εναντίον κυρίως αυτού του πάθους, διότι από εδώ ξεκινούν όλα. Και το κυρίως φάρμακο κατά του εγωισμού είναι η ταπείνωση. Ο Κύριος μας, μας είπε· «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Η ταπείνωση και η πραότητα χαρίζουν μια πνευματική ανάπαυση στη ψυχή. Της χαρίζουν φως και βλέπει καθαρότερα τα πράγματα.

Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί «Θεοΰφαντον στολήν». Την ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού και μπόρεσε και κατήλθε εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να καταφλεχθεί.

Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό.

Ένας χριστιανός είχε μια κόρη δαιμονισμένη και την πήγε σε πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε τη θεραπεία της. Αυτός ο χριστιανός είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και λέγοντάς του το παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέει εκείνος· «Το παιδί σου θα βρει θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα μοναχό, υποτακτικό, και έλθει στο σπίτι σου και κάνει μια ευχούλα, θα δεις αμέσως το παιδί σου θα γίνει καλά.
-Και που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
-Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέει, από την έρημο νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. Σ’ ένα τέτοιο μοναχό πες του· «Έλα στο σπίτι να σου πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω μου δεν έχω χρήματα». Και πες του να σου κάνει μια ευχή και θα δεις ότι το παιδί σου θα γίνει καλά.

Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά, βλέπει ένα νέο μοναχό να πουλά διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Του λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεις αυτά;
-Τόσο. Είπε ο μοναχός.
-Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω, γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
-Έρχομαι, λέει.

Και αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο διάβολος μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριο του και να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. Και μπαίνοντας ο μοναχός μέσα στο σπίτι, τον συναντά η κόρη και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα, του μονάχου. Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου και του δίνει και απ’ εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη έπεσε κάτω κι’ έβγαζε αφρούς. Και στο τέλος, φεύγοντας το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει και με διώχνει. Και αμέσως το παιδί έγινε καλά.

Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι ήταν ένας προοδευμένος, ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος θα είχε εξασκηθεί στην παιδία και τη θεραπεία της ψυχής του.

Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Θεού να μας απαλλάσσει απ’ αυτό το θηρίο, τον εγωισμό, και να μας χαρίζει την αγία ταπείνωση της ψυχής .

Γέροντας Παϊσιος Αγιορείτης

 








Είναι και μερικοί που πάνε να κάνουν μια νέα γλώσσα. Η ελληνική όμως γλώσσα έχει «γλώσσα» από τις πύρινες Γλώσσες της Πεντηκοστής! Το δόγμα της πίστεώς μας καμμιά γλώσσα δεν μπορεί να το αποδώση. Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός και η Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε από τους Εβδομήκοντα στην ελληνική γλώσσα και το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα.
 
 
 
Αν δεν ξέρη Αρχαία Ελληνικά κανείς και ασχολήται με το δόγμα, μπορεί να πλανηθή. Και εμείς καταργήσαμε τα Αρχαία από τα σχολεία! Μετά από λίγο θα έρχωνται Γερμανοί να διδάσκουν Αρχαία στα δικά μας Πανεπιστήμια. Τότε θα καταλάβουν οι δικοί μας την αξία που έχουν τα Αρχαία Ελληνικά, αφού πρώτα γίνουν ρεζίλι, και θα πουν: «Για δες η Εκκλησία που κρατούσε τα Αρχαία»!
 
 
 
 
Πάνε να εξαφανίσουν ένα ορθόδοξο έθνος. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ένα ορθόδοξο έθνος σήμερα είναι μεγάλη υπόθεση! Παλιά είχαμε την φιλοσοφία. Η Αγία Αικατερίνη με βάση την φιλοσοφία αποστόμωσε τους φιλοσόφους. Οι φιλόσοφοι ετοίμασαν τον δρόμο για τον Χριστιανισμό. Το Ευαγγέλιο γράφτηκε στα ελληνικά και διαδόθηκε στον κόσμο. Μετά οι Έλληνες προχώρησαν να φωτίσουν και τους Σλαύους. Σε μερικούς δεν συμφέρει να υπάρχη η Ελλάδα. «Μας κάνει κακό, λένε. Πρέπει να την εξαφανίσουμε».

Γεροντας Εφραιμ Φιλοθεϊτης

 

 
 
 
 
 
 
 

Αλλά ας ακούσωμεν και τον Γέροντα Εφραίμ πως προτρέπει και παρακινεί τα πνευματικά του παιδιά να λέγουν την ευχήν: «Παιδιά μου, παρακαλώ δια την αγάπην του Θεού, μη σταματάτε την ευχήν του Χριστού μας, ουδέ επ ελάχιστον. Τα χείλη σας συνεχώς να μουρμουρίζουν την ευχήν του Ιησού, τον καταλύτην του διαβόλου και πάσης μηχανορραφίας αυτού. Φωνάζετε αδιακόπως εις βοήθειάν σας τον Χριστόν μας, και αυτός πάραυτα σπεύδει ολοκαρδίως να μας βοηθήση.
 
 
 
 
 
Όπως το πυρακτωμένο σίδηρο γίνεται απλησίαστο, έτσι γίνεται και η ψυχή του έχοντος την ευχήν του Χριστού. Οι δαίμονες δεν την πλησιάζουν. Πως να την εγγίσουν; Εάν την εγγίσσουν θα καούν από το θείκον πυρ που περικλείει μέσα το θείον όνομα.
 
 
 
Βιάζεσθε εις την ευχήν του Ιησού μας. Αυτή θα γίνη τα πάντα. Τροφή και πόμα και ένδυμα και φως και παρηγοριά και ζωή πνευματική. Τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα αυτήν. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν ικανοποιείται».
 
 
 
 
 
 
 
(Εκ της εκδόσεως: Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, έργον Ι. Μ. Καρακάλλου Αγίου Όρους, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη

Σε αναζήτηση ελπίδας


Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης





Υπάρχει διάχυτη στον κόσμο μια έντονη αγωνία, ένα συνεχές άγχος, μια οδυνηρή κατήφεια, μια φθοροποιά μελαγχολία, μια θανατηφόρα απελπισία.
Το πιο ανησυχητικό είναι η αύξηση των αυτοκτονιών συμπατριωτών μας. Αξιολύπητο και αξιοθρήνητο γεγονός. Άνθρωποι δίχως βαθύ νόημα βίου, υψηλό στόχο, σύνδεση με τον Θεό, αδυνατούν να υπομείνουν τα μεγάλα προβλήματα, να τα αντιμετωπίσουν και να τα λύσουν. Το εσωτερικό κενό αδυνατεί να αντέξει κάθε έκτακτο και πρόσθετο βάρος. Οι διαλαλούντες την αποκοπή τους από το ιερό παρελθόν και θεωρούντες απελευθέρωση κατευθύνθηκαν σε ψυχική πείνα και δίψα.
 
 
 
Στην πατρίδα έως πριν λίγα χρόνια ο λαός ήταν δεμένος με την εκκλησία. Η θερμή και ζωντανή πίστη τον ενδυνάμωνε και του έδινε κραταιή ελπίδα. Αυτός ο ουσιαστικός σύνδεσμος τον βάσταζε ακμαίο επί τέσσερις εκατονταετίες σκλαβιάς. Διατηρήθηκε η χώρα όρθια ύστερα από πολέμους, μεταναστεύσεις, προσφυγιές, ασθένειες, κακουχίες, πείνες και στερήσεις. Μια χώρα που εξευτελίστηκε, ντροπιάστηκε, περιφρονήθηκε, ταπεινώθηκε και δοκιμάστηκε. Δεν διέκοψε ποτέ την επαφή της με το θείο.
 
 
 
Ξαφνικά ο Νεοέλληνας λησμόνησε την ιστορία του, άρχισε να πάσχει ψυχολογικά, να μειονεκτεί, να αισθάνεται διχασμένος, να θεοποιεί τη σάρκα και το χρήμα. Έπεσε με τα μούτρα στην απόλαυση της ηδονής και γέμισε τη ζωή του οδύνη. Νόμισε ότι μόνο το χρήμα θα του δώσει μια μακρά ευτυχία. Μας ξεγέλασαν όσοι θέλησαν να μας βοηθήσουν στην πρόοδο και τον εκπολιτισμό μας, με το να μας δανείζουν για να προοδεύσουμε. Μας αποπροσανατόλισαν από τις ενισχυτικές, ιερές παραδόσεις μας. Εργάστηκαν ξένοι και εγχώριοι να μας αδειάσουν την ψυχή. Θεοποιήθηκε η ύλη, ειρωνεύτηκε το πνεύμα, επικράτησε η πεζότητα και η χλιαρότητα.
 
 
 
Η φτώχεια δεν αναμενόταν, και όμως ήλθε. Ο λαός ήταν ανέτοιμος, δεν περίμενε ποτέ ότι θα τον ξαναεπισκεφθεί η φτώχεια. Θεώρησε την καλοπέραση μόνιμη. Στην πρώτη μικρή δυσκολία οδηγούνταν σε δάνεια. Η ανεργία, κυρίως των νέων, φούντωσε. Οι μισθοί μειώνονται και οι τιμές των προϊόντων καθημερινά ανεβαίνουν. Μέσα σε αυτή την τραγικότητα πού να πιαστεί κανείς; Όταν κυριεύθηκε από τον πονηρό ευδαιμονισμό και τον ανέλπιδο μηδενισμό. Και η κατάσταση αυτή δεν λέει να διορθωθεί. Πουθενά φως και ελπίδα.
 
 
 
Χάθηκε το μεράκι, το φιλότιμο, η αδελφοσύνη και η συμπαράσταση. Επικρατεί το συμφέρον, ο ατομισμός, η ιδιοτέλεια και η απομόνωση. Οι παλαιοί είχαν πολύ πιο λίγα κι έκαναν υπομονή, είχαν ικανοποίηση και χαρά, δόξαζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό εγκάρδια. Μήπως ήταν χαζοί; Δεν ήταν, αλλά είχαν πίστη, που τους έδινε κουράγιο κι ελπίδα. Είχε νόημα η ζωή τους. Έβλεπαν πάνω, δεν το έβαζαν κάτω, δούλευαν κάνοντας τον σταυρό τους. Ξαναγράψαμε περί αυστηρής αυτοκριτικής. Επιδόθηκαν οι πολλοί σε μια συνεχή κριτική. Η αυτοκαταδίκη του προδότη Ιούδα δεν είναι λύση.
 
 
 
Είναι αλήθεια, όπως εύστοχα ειπώθηκε, πως εκεί που βλέπουμε ένα αδιέξοδο ο Θεός βλέπει μια ευκαιρία. Υπάρχει ακόμη ο ήλιος, που ανατέλλει κάθε μέρα. Υπάρχει πλούσιο φως. Μη μένουμε με μαύρα γυαλιά. Υπάρχουν ασθενείς χαμογελαστοί, φτωχοί αξιοπρεπείς, νέοι που τραγουδούν. Οι εκκλησίες γεμίζουν στο Άγιον Όρος, οι προσκυνητές δεν παύουν καλοκαίρι και χειμώνα. Υπάρχει ελπίδα, αναζητήστε την. Η ελπίδα ζωοποιεί, ανασταίνει, μεταμορφώνει, ξανακαινουργιώνει...
 
 
 
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 27/10/2012

 
 

Saint Theophan's Advice on a Prayer Rule


The advice given below is specific advice Saint Theophan gave to one of His Spiritual Children. Therefore, one must be careful in simply adopting it as ones's own prayer rule. Always review your prayer rule with your spiritual father who will help you establish one that is appropriate for your current spiritual state. Just like we have different books in first grade than in 12th, there are different levels in prayer that are appropriate to our differing spiritual situations.

Saint Theophan advises in the following way:
One does not have to do many prayers. It is better to perform a small number of prayers properly than to hurry through a large number of prayers... I would consider the morning and evening prayers as set out in the prayer books to be entirely sufficient... Just try each time to carry them out with full attention and corresponding feelings... Prayer does not mean that we just recite prayers, but that we assimilate their content within ourselves, and pronounce them as if they came from our minds and hearts.
When you stand at prayer, be careful to keep your mind from drifting and your feeling from coldness and indifference... After you have recited each prayer make prostrations, as many as you like, accompanied by a prayer for any necessity that you feel, or by the usual short prayer...
You must also maintain prayerful attention towards God throughout the day... it is good, very good to memorize several Psalms and recite them while you are working or between tasks, and doing this instead of short prayers.
Go to bed with a short prayer on your lips and fall asleep with it or recite some song.
You may limit the entire prayer rule to just prostrations with short prayers and prayer in your own words. Stand and make prostrations, saying “Lord have mercy,” or some other prayer, expressing your need or giving praise and thanks to God. You should establish either a number of prayers, or a time–limit for prayer, or do both so that you do not become lazy.
The essence of prayer is the lifting of the mind and heart to God; these little rules are an aid. We cannot get by without them because of our weakness.



Reference: The Spiritual Life, pp 204-209

Going Beyond Words in Prayer




When you begin to establish a routine prayer life, the words are important. To start we recite prayers from a prayer book and say them verbally. " But this is only the beginning of prayer," says St. Theophan. He sues the analogy of learning a language where we first learn the words and forms of the language from books but we don't stop at this point. We move on to converse freely in the language. the same is true in prayer.

We become accustomed to reading our prayers from books - using the prayer passed down to us by Our Lord, and by the Holy Fathers who had achieved the art of prayer. But we must not stop at this. It is necessary to extend ourselves further. Once we have become accustomed to turn our ears and hearts to God using this help given by others, we should then also attempt to bring something of our won to Him, so to speak; to pass on into our own prayerful conversation with God; to raise ourselves toward Him; to open ourselves to Him; to confess to Him the contents and needs of our souls.

He says prayer "should be an unceasing offering of oneself to Him."

To achieve this, it is necessary to begin - as often as possible during the day - by calling out to God from the heart in short words, according to one's needs and in ways appropriate to the events around you.



Above taken from The Path of Prayer: Four Sermons on Prayer by Saint Theophan the Recluse pp. 13-15.

Four Ways to Practice Watchfulness


Saint Hesychius wrote "On Watchfulness and Holiness" which is included in the Piliokalia.

Watchfulness is a spiritual method which if sedulously practiced over a long period, completely frees us with God's help from impassioned thoughts, impassioned words and evil actions. It leads, in so far as this is possible, to a sure knowledge of the inapprehensible God, and help us to penetrate the divine and hidden mysteries. It enables us to fulfill every divine commandment in the Old and New Testaments and bestows upon us every blessing of the age to come...

Watchfulness is a continual fixing of thought at the entrance to the heart...


St. Hesychius identifies four different kinds of watchfulness.
One type of watchfulness consists in closely observing every mental image or provocation; for only by means of mental image can satan fabricate an evil thought and insinuate this into the spirit in order to lead it astray.
A Second type of watchfulness consists in freeing the heart from all thoughts, keeping it profoundly silent and still, and in praying.
A third type consists in continually and humbly calling upon the Lord Jesus Christ for help.
A fourth type is always to have the thought of death in one's mind.
These types of watchfulness, my child, act like doorkeepers and bar entry to evil thoughts...


Philokalia, vol 1, p. 162-165

Love of Christ and Prayer


I said to the elder, "They are constantly saying prayers at the monastery. They are always saying the Jesus prayer. While at their various chores they recite supplications and salutations. They do this for whole hours at a time. After this they go to the Church for services.
 
 
 
"I cant stand it any more. My mind has become tired. I feel that I am about to burst. But Never the less I want to become a monk. What will I do? Help me."
The Elder said,
 
 
A young girl used to come here and confess her sins. She was in her second grade of Junior High School. She told me once, 'Father, I have fallen in love with a boy and I can't get him out of my mind. My mind is constantly on him, on Nick. One would think that Nick is here, (she pointed with her finger to her forehead). I begin to read and Hick is here. I go to eat and to sleep but nothing changes. Nick is here. What can I do father?'"
 
 
 
"My child," I told her, "you are still young. Be patient, finish school and then Nick will still be here. Now you must put effort into your lessons. A week passed and she came again."
"Dear Father, It's impossible for me to concentrate on my lessons. Constantly all day long my mind and my heart are on Nick. Nick has become an obsession with me and it won't go away."
(As he was saying these things, I was thinking, "What connection do these things have with me? Maybe he is telling me these things to give me a respite from my obsession.")
 
 
 
The elder continued, (while reading my thoughts) "you are now saying, why is he telling me these things?"
"But nevertheless, tell me, please."
"Did this girl sit on a stool? Did she force herself to focus her mind on Nick? No.
"This happened spontaneously. This was unforced love.
 
 
 
"This same happens with us. When we love Christ with divine love, without any coercion, pressure of worry, with love we will proclaim His holy name, 'Lord Jesus Christ.'
"And when the heart is flooded by this divine love, it does not require us to verbalize the whole prayer, 'Lord Jesus Christ, have mercy on me.'
Before he finishes the prayer the heart stops at that point of love and rejoicing.
Other times he proclaims only the "Lord..." and stops. He proclaims this mystically and without speaking."
 
 
 
In saying these things he gave me an answer to my first question that was not expressed verbally. I had only thought it without verbalizing it.
I was flabbergasted. I was totally amazed at his responses. A divine flame enveloped my inner being and I felt the desire to begin proclaiming within my heart the ineffable love I had for the name of our Christ.
 
 

From the Divine Flame: Elder Porphyrios Lit my Heart, by the monk Agapios, pp 25-26, Published by the Holy Convent of the Transfiguration of the savior, Athens 2005.

On Holiness ( St. John Maximovitch )




Holiness is not simply righteousness, for which the righteous merit the enjoyment of blessedness in the Kingdom of God, but rather such a height of righteousness that men are filled with the grace of God to the extent that it flows from them upon those who associate with them.

Great is their blessedness; it proceeds from personal experience of the Glory of God. Being filled also with love for men, which proceeds from love of God, they are responsive to men’s needs, and upon their supplication they appear also as intercessors and defenders for them before God.

- St. John Maximovitch

Μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ

 


(γίου ωάννου το Χρυσοστόμου)

μες ς ναχωρομε π τ Θεία Λειτουργία σν λιοντάρια πο βγάζουν φωτιά, χοντας γίνει φοβερο κόμα κα στ διάβολο. Γιατί τ γιο αμα το Κυρίου πο κοινωνομε, ποτίζει τν ψυχή μας κα τς δίνει μεγάλη δύναμη. ταν τ μεταλαμβάνουμε ξια, διώχνει τος δαίμονες μακρι κα φέρνει κοντά μας τος γγέλους κα τν Κύριο τν γγέλων. Ατ τ αμα εναι σωτηρία τν ψυχν μας, μ’ ατ λούζεται ψυχή, μ’ ατ στολίζεται. Ατ τ αμα κάνει τ νο μας λαμπρότερο π τ φωτιά, ατ κάνει τν ψυχή μας λαμπρότερη π τ χρυσάφι.
 
 
 
Προσελκύστε λοιπν τος δελφούς μας στν κκλησία, προτρέψτε τος πλανημένους, συμβουλέψτε τους χι μόνο μ λόγια, λλ κα μ ργα. Κι ν κόμα τίποτα δν πες, λλ βγες π τν ερ σύναξη, δείχνοντας στος πόντες – κα μ τν μφάνιση κα μ τ βλέμμα κα μ τ φων κα μ τ βάδισμα κα μ’ λη σου τ σεμνότητα – τ κέρδος πο ποκόμισες π τ ναό, ατ εναι ρκετ γι παραίνεση κα συμβουλή. Γιατί τσι πρέπει ν βγαίνουμε π τ ναό, σν π ερ δυτα, σν ν κατεβαίνουμε π τος διους τος ορανούς.
 
 
 
 Δίδαξε σους δν κκλησιάζονται τι ψαλες μαζ μ τ Σεραφείμ, τι νήκεις στν οράνια πολιτεία, τι συναντήθηκες μ τ Χριστ κα μίλησες μαζί Του. ν τσι ζομε τ Θεία Λειτουργία, δν θ χρειαστε ν πομε τίποτα στος πόντες. λλ βλέποντας κενοι τ δική μας φέλεια, θ νιώσουν τ δική τους ζημι κα θ τρέξουν γρήγορα στν κκλησία, γι ν’ πολαύσουν τ δια γαθά, μ τ χάρη κα φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο, στν ποο, μαζ μ τν Πατέρα κα τ γιο Πνεμα, αώνια νήκει δόξα. μήν.
 
 
πό τό βιβλίο :
                     Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...